Το υδραιόπουλο

Από Βικιθήκη
Το υδραιόπουλο
(Der kleine Hydriot)

Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Γεώργιος Στρατήγης


Ἤμουνα μικρὸ παιδάκι καὶ μαζί του μιὰν ἡμέρα
ὁ πατέρας μου μὲ πῆρε στὰ μακριὰ πελάγη πέρα.
Μούμαθε εὔκολα κολύμπι μ’ ἕνα χέρι δυνατὸ
μὲς στὰ κύματα νὰ πέφτω κι ὡς τὴν ἄμμο νὰ βουτῶ.
Ἀσημόφραγκο πετοῦσε τρεῖς φορὲς μὲς στὸ νερὸ
καὶ γιὰ δῶρο μοῦ τ’ ἀφήνει, μόνο ἂν τρεῖς φορὲς τὸ βρῶ.
῞Υστερα κουπὶ μοῦ δίνει καὶ στὴ βάρκα του μὲ βάζει,
ἐνῶ ἀκούραστος κοντά μου στέκεται καὶ μὲ γυμνάζει.
Μούμαθε νὰ σπῶ τὸ κύμα μ’ ἕνα χτύπο κοφτερό,
τὰ μπουρίνια* ν’ ἀποφεύγω, τὰ κοτρώνια ν’ ἀψηφῶ.
Κι ἀπὸ τὴ μικρὴ βαρκούλα στὸ καράβι του μὲ παίρνει,
ποὺ στοὺς βράχους καὶ στὶς ξέρες ἄγρια τρικυμιὰ μᾶς σέρνει.
Πάνω στὸ ψηλὸ κατάρτι κοίταζα στὸ περιγιάλι,
νὰ περνοῦν βουνὰ καὶ κάστρα πίσω μας μὲ βιὰ μεγάλη.
Κάθε πέταμα μοῦ δείχνει τῶν πουλιῶν νὰ μελετῶ,
κάθε φύσημα τοῦ ἀγέρα, κάθε νέφος νὰ κοιτῶ.
Κι ἂν λιγοῦσε τὸ κατάρτι μέσα στὴν ἀνεμοζάλη
κι ἂν μὲ ράντιζε τὸ κύμα λούζοντάς με ὡς τὸ κεφάλι,203
ὁ πατέρας μου στὰ μάτια μ’ ἔβλεπε μὲ προσοχή·
στὸ καλάθι ἐγὼ καθόμουν δίχως φόβου ταραχή.
Τότε μ’ ὄψη φλογισμένη, λέει, καὶ μάτι ἀστραφτερό:
« Βλογημένο τὸ σπαθί σου, Ὑδραιόπουλο μικρό! »
Σήμερα σπαθὶ στὸ χέρι μούβαλε καὶ μ’ ἄγια ἐλπίδα
μ’ ὅρκισε νὰ πολεμήσω γιὰ Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα.
Μὲ τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὰ πόδια μὲ μετροῦσε ὡς τὴν κορφὴ
καὶ τὸ βύθιζε, θαρροῦσες, στὴν καρδιά μου σὰν καρφί.
Ἀπ’ τὸ χέρι τὸ σπαθί μου ξάφνου μιὰ στιγμὴ τ’ ἀρπάζει
καὶ κρατώντας το σὰν ἄντρας, πρὸς τὸν οὐρανὸ κοιτάζει.
Κι εἶπε μ’ ὄψη φλογισμένη καὶ μὲ μάτι ἀστραφτερό:
« Βλογημένο τὸ σπαθί σου, ῾Υδραιόπουλο μικρό!