Της Πάργας

Από Βικιθήκη
Της Πάργας
Δημοτικό τραγούδι


Αʹ

Μαῦρο πουλάκι, πὄρχεσαι ἀπὸ τ’ ἀντίκρυ μέρη,
πές µου τί κλάψαις θλιθεραῖς, τί μαῦρα µοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ῥαγίζουν;
Μήνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεµος τὴν καίει;
Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει.
Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι’ ὅλοι ’ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πὰν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.

Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τἄσπρα τοὺς στήθια,
μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα µοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαῖς τους.
Βλέπεις ἐκείνη τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποῦ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποῦ τὴν Τουρκιὰ τροµάξανε καὶ τὸ βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναι κόκκαλα γονιοῦ, ποῦ τὸ παιδὶ τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ τὸ δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα µοιρολόγια;
Εἶναι π’ ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι’ ἀσπάζονται τὸ χῶμα.

Βʹ

Τρία πουλιὰ ἀπ’ τὴν Πρέβεζα διαβήκανε ’ς τὴν Πάργα,
τό να κυττάει τὴν ξενιτειά, τἄλλο τὸν Ἅη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάµαυρο µοιριολογάει καὶ λέει.
Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεµο, μὲ προδοσιὰ σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ’ ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τἀσκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ’ οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νά ρτουν νὰ πολεμήσουν.
Εἴχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πὄτρωγαν βόλια γιὰ Ψωμί, μπαροῦτι γιὰ προσφάγι.
Τἄσπρα πουλῆσαν τὸ Χριστό, τἄσπρα πουλοῦν καὶ σένα.

Πᾶρτε, µαννάδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους.
Ἄστε, λεβένταις, τἄρματα κι’ ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ τἀντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας.
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.