Τα νησιά της Ελλάδας

Από Βικιθήκη
Τα νησιά της Ελλάδας
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αργύρης Εφταλιώτης
Από τη συλλογή «Παλιοί σκοποί»


Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,
Ποῦ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,
Ποῦ πολέμων κ' εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,
Ποῦ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ' τὴ Δῆλο σκορποῦσε!
Ἄχ, ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,
Μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τἄλλα σας δῶρα!

Καὶ τῆς Χίος τὴ Μοῦσα, καὶ τῆς Τέως τὴ λύρα,
Ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,
Σὲ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοῖρα,
Γιατί ἡ μαύρη τους μάννα μήτε ἄ ζοῦνε δὲ ρώτα!
Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση
Ἀπ' ἐκεῖ ποῦ ἀνθίζαν τῶ «Μακάρων αἱ νῆσοι».

Τὰ βουνὰ τὸ μεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε,
Κ' ἡ ἀθάνατη βλέπει τὰ πελάγη κοιλάδα.
Ἐδῶ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πῶς νἆναι
Θὰ μποροῦσε καὶ πάλε μιὰ ἐλεύτερη Ἑλλάδα!
Γιατὶ πῶς νὰ κοιτάζω τὸ Περσάνικο μνῆμα,
Καὶ νὰ λέγω πῶς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς κ' ἐγὼ θῦμα!

Στὸν γκρεμνὸ ποῦ ἀντικρύζει τὴ μικρὴ Σαλαμῖνα,
Μιὰ φορὰ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
Δίχως τέλος καράβια μὲ τἀμέτρητα ἐκεῖνα
Μαζευόντανε πλήθη. Εἶταν ὅλα δικά του.
Τὴν αὐγὴ μὲ καμάρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πέρα,
Μὰ τί γένηκαν ὅλα σάνε βράδιασε ἡ μέρα!

 

Ποῦ εἶν' ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!
Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ἕνας μῦθος δὲ μένει,
Τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.
Καὶ τὴ λύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὠημένα!
Ἀπ' τοὺς θείους σου ψάλτες νὰ ξεπέσῃ σ' ἐμένα!

Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο ποῦ μιὰ τύχη μὲ σέρνει
Μὲ φυλὴ ποῦ σηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσίδα,
Κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸ τραγούδι μου φέρνει
Ἡ ντροπὴ ποῦ μὲ πιάνει γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα!
Καὶ τί νἄχῃ ἐδῶ ἄλλο ποιητὴς παρὰ μόνο
Γιὰ τοὺς Ἕλληνες πίκρα, γιὰ τὴ χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα,
Καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βάφῃ ἀντὶς αἷμα, σὰν πρῶτα;
Βγάλε, ὦ γῆς δοξασμένη, ἀπ' τὰ σπλάχνα σου ἕνα
Ἱερὸ ἀπομεινάρι τῶν παιδιῶν τοῦ Εὐρώτα!
Ἀπ' ἐκειοὺς τους Τρακόσους τρεῖς ἄν ἔρθουνε, φτάνουν
Ἄλλη μιὰ Θερμοπύλα στὰ βουνά σου νὰ κάνουν.

Πῶς! Ἀκόμα σωπαίνουν; Πῶς! Ἀκόμα συχάζουν;
Ὄχι, ὄχι! Ἀκούγω τὶς ψυχὲς ἀπ' τὸν ᾍδη
Σὰν ποτάμι ποῦ τρέχει μακρινὰ, νὰ φωνάζουν:
«Ἕνας μόνο ἄς σαλέψῃ ζωντανὸς, καὶ κοπάδι
Ἀπ' τῆ γῆς ἀποκάτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε.
Εἶναι αὐτοὶ ποῦ κοιμοῦνται· ἐμεῖς ἀκομα σ' ἀκοῦμε!»

Ἄχ, τοῦ κάκου, τοῦ κάκου! ἄλλες λύρες στὰ χέρια!
Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἄς γεμίσῃ.
Ἄφινε αἷμα καὶ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,
Καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἄς μᾶς χύσῃ!
Δές τους! Ὅλοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,
Τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!

Τὸν Πυρρίχιο χορό σας ὡς τὰ τώρα βαστᾶτε,
Ἡ Πυρρίχια ἡ «φάλαγξ» ποῦ νὰ πῆγε, καημένοι!
Ἀπὸ δυὸ τέτοια δῶρα πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε
Ποῦ ψυχὲς ἀντρειώνει καὶ καρδιὲς ἀνεσταίνει!
Καὶ τὰ γράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·
Τάχα νἆταν γιὰ σκλάβους τὰ ψηφιά του θαρρεῖτε;

Τὸ Σαμιώτικο χύνε στὸ ποτήρι ὡς τὰ χείλη!
Ὄξω οἱ λῦπες! Ἐλᾶτε μὲ τὴν πλώσκα γεμάτη!
Ἔτσι ἔψελνε ὁ θεῖος Ἀνακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος εἶταν κ' ἐκεῖνος, μὰ ἑνὸς Πολυκράτη.
Ἀπὸ ξένους τυράννους δὲν ἐγνώριζαν τότες·
Εἶταν αἷμα δικό τους, σὰν κι αὐτοὺς πατριῶτες.

Τὴ Χερσόνησο ἕνας μιὰ φορὰ τυραννοῦσε,
Μὰ διαφέντευε πρῶτος τὰ καλὰ, τὴν τιμή της.
Μιλτιάδη τὸν λέγαν. Ἄχ, καὶ πάλε νὰ ζοῦσε!
Ἕνα ἄς εἶχε ἡ πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιὰς σὰν κ' ἐκεῖνον ποιό λαὸ δὲ μαγεύει!
Βασιλιὰς ποῦ μὲ ἀγάπη μοναχὴ σὲ δεσμεύει.

Στὸ ποτήρι μου πάλε τὸ Σαμιώτικο χύνε!
Στὸ Σουλιώτικο βράχο, πρὸς τῆς Πάργας τὸ χῶμα,
Γενεὰ σιδερένια ὡς τὰ σήμερα εἶναι,
Ποῦ ἀπὸ μάννες Δωρίδες λὲς καὶ βγαίνει ἀκόμα.
Ἴσως μένει ἐκεῖ πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
Ποῦ θὰ δείξῃ ἄ δὲν εἶναι Ἡρακλείδικο γένος.

Ἀπ' τοὺς ἄπιστους Φράγκους λευτεριὰ μὴ ζητᾶτε!
Ἐκεῖ ζοῦν ἡγεμόνες ποῦ πουλοῦν κι ἀγοράζουν.
Μὲ δικό σας τουφέκι καὶ σπαθὶ πολεμᾶτε!
Αὐτοῦ θἄβρετ' ἐλπίδα, κι ὅ,τι θέλουν ἄς τάζουν.
Ζυγὸς Τούρκου, μὲ Φράγκου πονηριὰ σὰν ταιριάσουν
Τὴν ἀσπίδα, ὅσο νἆναι δυνατὴ, θὰ τὴ σπάσουν.

Μὲ Σαμιώτικο πάλε τὸ ποτήρι ἄς γεμίσῃ!
Μὲς στὸν ἴσκιο χορεύουν οἱ κοπέλλες μας πάλι·
Σὰν τὰ μαῦρα τους μάτια δὲν εἶδε ἄλλα ἡ φύση,
Μὰ σὰ βλέπω τὴ νιότη καὶ τἀφρᾶτα τους κάλλη,
Τὸ δικό μου τὸ μάτι τὸ θολώνει μιὰ στάλα,
Ποῦ γιὰ σκλάβους τὸ θένε τῶ βυζιῶν τους τὸ γάλα!

Στοῦ Σουνιοῦ θὰ καθίσω τὸ μαρμάρινο βράχο,
Σύντροφό μου τὸ κῦμα τοῦ Αἰγαίου θὰ κάνω,
Αὐτὸ ἐμένα νἀκούγῃ, κ' ἐγὼ ἐκεῖνο μονάχο,
Κ' ἐκεῖ ἀπάνω σὰν κύκνος μὲ τραγούδι ἄς πεθάνω.
Δὲ σηκώνει ἡ ψυχή μου σκλάβα γῆ! Χτύπα κάτω
Τῆς σκλαβιᾶς τὸ ποτήρι, κι ἄς πάῃ νἆναι γεμᾶτο!