Ο πανδρολόγος

Από Βικιθήκη
Ο Πανδρολόγος
Συγγραφέας:



Μπροστά εις την Κολώναν της Πιάτσας όπου έδεναν τον χειμώνα τα παλάγκα των πλοίων όσα παραχείμαζον εις τον λιμένα, μέσα εις το μπακάλικο του Ζαγοριανού, ένα πρωΐ, ο καπετάν Σάββας, κυβερνήτης βομβάρδας, αραγμένης εις τον λιμένα, καθώς εκάθητο σταυροπόδι επάνω εις την γυμνήν, λιπώδη μπάγκαν, εφώναξε τον καπετάν Στέλιον, γνωστόν θαλασσινόν, και φημισμένον των καραβιών λοστρόμον, παρήγγειλε δύο μαστίχες, κι επάνω στο εβίβα και στο τσούγκρισμα των ποτηριών, «μεταξύ χειλέων και κύλικος», του είπεν :
− Ήθελα να σου πω ένα λόγο, καπετάν Στέλιο· θα σου ανοίξω την καρδιά μου...
− Λέγε, καπετάν Σάββα, είπεν ο Στέλιος, αισθανθείς κινουμένην την περιέργειάν του.
− Αν ήθελες να μου κάμεις μια χάρη... να πας στην παλιά σου τη γειτόνισσα...

Τον εκοίταξε κι εσταμάτησε.
− Ποια; ηρώτησεν ο Στέλιος.
− Είπα να στείλω πανδρολόγισσα, επανέλαβε, χωρίς ν΄ απαντά κατ΄ ευθείαν ο Σάββας, μα δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στα λαδικά· καλύτερα ν΄ ανοίξω την καρδιά μου σ΄ εσένα...
− Ποια γειτόνισσα; ηρώτησε και πάλιν ο Στέλιος.

Ο Σάββας εταπείνωσε την φωνήν :
− Κείνη τη μορφοχήρα, την Κρατήρα, της Ανδρεώλας... είπεν ο Σάββας με ερωτικόν πλατάγισμα, του οποίου τον αντίκτυπον ησθάνθη ο Στέλιος.
− Α! έκαμεν ούτος.
− Να πας και να της πεις, επανέλαβεν ο Σάββας... άκουσε τι να της πεις· να της πεις, ο καπετάν Σάββας μ΄ έστειλε πες της· σε θέλει, πες, να σε κάνει νοικοκυρά του, ο καπετάν Σάββας· έχει μεγάλη ευχαρίστηση, πες της, αν θέλεις κι ελόγου σου, να σε μβάσει μέσ΄ στο σπίτι του, στο νοικοκυριό του, μέσα στα καλά του, θα γίνει, πες της, μεγάλη νοικοκυρά, με τα φασόλια τση, με τα ρεβίθια τση, με τον καφέ τση, με την ζάχαρή τση... με τα λάδια τση, με τα μέλια τση, με όλα τα καλά τση... Κ΄ εμείς τώρα, πες τση, σ’ αυτήν την ηλικία, για σαρκικά πράγματα δε θέλουμε, μόνο για μια σκέπη, για μια παρηγοριά... Αυτή θα έχει έγνοια τα δυο τα παιδάκια μου, που μ΄ άφησε η μακαρίτισσα, κι εγώ θα πηγαίνω να ταξιδεύω, χειμώνα – καλοκαίρι, να θαλασσοπνίγομαι, για να τση κουβαλώ σοδιαστικά, με την κουμπάνια, όλα τα καλά τση... Και σα θέλει να ξαναμβεί στον κόσμο, να γίνει νοικοκυρά, αφού στάθηκε κι αυτή φρόνιμη, καθώς μικροπανδρεύθηκε, απ΄ τον καιρό που έχασε τον πρώτον της τον άνδρα, μικρή – μικρή, και παιδιά δεν έχει, ας κάμει τα παιδιά μου παιδιά τση, κι εγώ να την κάμω μεγαλονοικοκυρά, να της κουβαλώ με το τσουβάλι, να’ χει όλα τα καλά τση... Και σ’ αυτή την ηλικία εμάς άλλο τίποτε δε μας χρειάζεται, μόνον για μια σκέπη, για έν΄ αποκούμπι...

Ο καπετάν Στέλιος ακούων μετά προσοχής, εμειδίασεν ακουσίως, εφάνη σκεπτικός, είτα είπε :
− Καλά· ας είναι, καπετάν Σάββα· κι εγώ πολύ θάρρος δεν έχω· μα επειδή είναι η παλιά γειτονιά μου προς τα εκεί, κι επειδή πηγαίνω στην αποθήκη μου... και κάποτε την καλημερίζω... αν έλθει βολικά, θα της το πω...

Έπιαν και δευτέραν μαστίχαν. Ο Σάββας επανέλαβε δύο και τρεις φοράς τα ίδια, προσθείς και άλλα, και πάλιν καταλήξας εις την φράσιν, «για μια σκέπη, για μια παρηγοριά και περιποίηση του γήρατος».

Τέλος ο Στέλιος επανέλαβε·
− Καλά· θα της κάμω λόγο, αν μπορέσω.

Κι εσηκώθη δια να εξέλθη. Πριν υπερβεί το κατώφλιον του μαγαζίου, ο καπετάν Σάββας τον ανεκάλεσε και του είπεν·
− Άκουσε, καπετάν Στέλιο· πες της κι αυτό... Να μη θαρρεί πως είμαι και πολύ γέρος, τάχατε... βαστώ ακόμα...

Ο Στέλιος εκάγχασε. Και πάλιν ο Σάββας επανέλαβε·
− Ναι· πες της κι αυτό... Μη θαρρεί πως είμαι τάχα κι όλως διόλου παλιόγερος, σάψαλο... ακόμα βαστώ.
− Καλά, καπετάν Σάββα.
Και ο Στέλιος απήλθε.

Δεν ήτον σημερινός γείτων ο καπετάν Στέλιος προς το μέρος όπου εκατοικούσεν η περί ης ο λόγος νεαρά χήρα, αλλ΄ ήτον παλαιός γείτων. Είχεν οικίαν πλησίον εκεί, όπου εκατοικούσεν άλλοτε. Τώρα, την οικίαν εκείνην, την είχεν ως αποθήκην διαφόρων ναυτικών σκευών, εξαρτίων, σχοινίων, πανίων, και συχνά την επεσκέπτετο. Ήτον παλαιός φίλος του μακαρίτου, του συζύγου της νυν χήρας, και είχεν άδολον θάρρος προς αυτήν, μέχρι χαιρετισμού και τετριμμένης ομιλίας. Η Κρατήρα της Ανδρεώλας είχε χηρεύσει προ εξαετίας. Συνέπεσεν όμως να χηρεύσει εσχάτως, προ δεκαεπτά μηνών, και ο Στέλιος ο ίδιος. Έκτοτε το θάρρος προς την χήραν ηλαττώθη μεγάλως.

Εκίνησεν εν τούτοις ο Στέλιος, καθώς του είπε τ΄ ανωτέρω ο φίλος του, να υπάγη, κατά το σύνηθες, ν΄ ανοίξει την αποθήκην του, όπου ησχολείτο εις διαφόρους εργασίας επισκευής επί των ναυτικών εργαλείων, εκ των οποίων άλλα ήσαν δια πώλημα, προερχόμενα εκ ναυαγίου, άλλα δε ανήκον εις το βρίκιον, με το οποίον έμελλε να ταξιδεύσει, άμα τη επανόδω της ανοίξεως, ο Στέλιος.

Εις τον δρόμον, καθώς επήγαινεν, έλεγε μέσα του·
− Τώρα, με τι μούτρα θα πάω εγώ στην Κρατήρα, να της κάμω τέτοια κουβέντα;... να την ερωτήσω, αν ίσως θέλει τον Σάββα για άνδρα της... Εγώ δεν έχω θάρρος να την ερωτήσω... αν με θέλει εμένα τον ίδιον... Απορώ, πώς δεν το συλλογίστηκε ο γέρο - Σάββας· μήπως τυχόν είναι φόβος για ν΄ αληθέψει σ’ αυτό επάνω η παροιμία του λαού· «Ανύπανδρος προξενητής για λόγου του γυρεύει»!

Είτα, μικρόν κατά μικρόν, πειρασμός μεγαλυτέρας ιδιοτελείας του επήλθε, και είπε μέσα του·
«Τάχα ο Θεός ή ο Διάβολος τον εφώτισε να μου το πει;... Δεν μπορούσα ποτέ να πω της Κρατήρας κατ΄ ευθείαν αν με θέλει εμένα... Μα μπορώ όμως να της πω για ένα άλλο πρόσωπο, αν θέλει τον τάδε, για να μετρήσουμε τα νερά... και για να πιάσουμε κουβέντα...»

Συνέκρινε καθ΄ εαυτόν τα προσόντα και τας κατά προσέγγισιν πιθανότητας του εαυτού του και του Σάββα.
«Χήρος εκείνος, χήρος εγώ... Εκείνος θα είναι ως πενήντα χρονών, εγώ είμαι σαρανταπέντε... Εκείνος έχει δυο παιδιά, εγώ ένα... Εκείνος έχει καΐκι δικό του, εγώ δεν έχω... μα είμαι λοστρόμος και πιλότος με τ΄ όνομα... με δίπλωμα πλοιαρχίας, ενώ εκείνος έχει δίπλωμα κυβερνήτου... Και σιμά εις όλα τ΄ άλλα, είμαι πλιο καλοφτιασμένος από κείνον... Είμαι και παλαιός φίλος του πεθαμένου, του ανδρός της, και πιστεύω να με προτιμά από κάθε άλλον...»

Και πάλιν προσέθηκεν καθ΄ εαυτόν·
«Όχι μόνον είμαι πλιο καλοφτιασμένος, αλλά δεν έχω ανάγκη να κρύβομαι· είμαι και φαίνομαι... Εκείνος, αφού είπε και ξαναείπε, σαν υποκριτής που είναι, τη σκέπη και το αποκούμπι, ύστερα, στο τέλος, έβγαλε στο μεϊντάνι το κοκόρευμά του; και είπε· «μη θαρρεί πως είμαι γέρος· βαστώ ακόμα!» Με το να το πει αυτό, απέδειξε μόνος του ότι φοβάται μήπως δεν είναι όπως το λέγει, και μήπως δεν φαίνεται τέτοιος... Εγώ δεν έχω ανάγκη να κοκορευτώ!

Τοιαύτα λέγων καθ΄ εαυτόν, έφθασεν εμπρός εις την πόρταν του ισογείου του σπιτιού του, όπου ήτον η αποθήκη, και αντικρύ εις την πόρταν του κατωγείου της Κρατήρας, οπόθεν ηκούετο εύθυμος και ζωηρός ο διπλούς κρότος της κερκίδος και του κτενίου της χήρας, όπου καθημένη όλην την ημέραν, ως άλλη Πηνελόπη, ύφαινε...

Ήτον όχι μόνον αντικρύ εις την πόρταν της, αλλά κατέναντι εις αυτόν τον αργαλειόν της Κρατήρας, ο οποίος εφαίνετο εις το βάθος. Η θύρα, προς ανατολάς, πέραν και πέραν ανοικτή, και ο χειμερινός ήλιος εισέδυεν ελευθέρως και κατέλαμπεν όλον το ισόγειον της χήρας, το πλακόστρωτον.

Η Κρατήρα είδε τον καπετάν Στέλιον, και προς στιγμήν ανεσήκωσε την κεφαλήν. Ο Στέλιος είδεν ότι αύτη τον εκοίταξεν εν ακαρεί, και της εφώναξεν μίαν καλημέραν εγκάρδιον...

Η καλημέρα ήτον ως πρόδρομος, προάγγελος προσεγγίσεως. Το βλέμμα της χήρας τον είλκυσε, και με ολίγα βήματα έφθασεν έως την θύραν, και επάτησε το κατώφλιόν της.
− Λοιπόν, τι κάνεις, γειτόνισσα; ηρώτησε.
− Να, τι να κάμω, καπετάν Στέλιο... εδώ βρίσκομαι, σε δουλειά... όλο και παιδεύομαι με τον αργαλειό.
− Κ΄ εγώ άλλο τόσο παιδεύομαι μ΄ αυτά τα μόμπιλα του καραβιού, απήντησεν ο Στέλιος· πασχίζω να κάμω τα παλιά καινούργια... είν΄ αυτό ένα μέσο βοηθητικό για να γίνονται καινούργιοι οι παλιοί γειτόνοι...

Η χήρα εμειδίασεν ελευθέρως.
− Κι όλα τα παλιά καινούργια γίνονται, (επήρε δρόμο η γλώσσα του Στέλιου), και δεν είναι τίποτε παλιό που να μη μπορεί να γίνει καινούργιο... Θεός ξέρει, αν κι οι παλιές αγάπες...

Εδάγκασε την γλώσσαν του, κι εσιώπησε. Πλην συγχρόνως ως να ευρέθη εις αμηχανίαν αν έπρεπε να υπάγει εμπρός ή οπίσω, ή ως να ησθάνθη την ανάγκην να δικαιολογήσει το θάρρος του – έκαμε δύο βήματα ένδοθεν του κατωφλίου, κι επλησίασεν εις τον αργαλειόν.

− Κάθισε λιγάκι, καπετάν Στέλιο, είπεν η χήρα.
Ο Στέλιος εκάθισεν επάνω εις την παλαιάν παγκέταν του ισογείου.

Ήτό ποτε μαγαζίον, και είχεν ιδεί ημέρας ευκλείας το κατώγειον εκείνο της χήρας. Έφερε συγχρόνως τρεις τίτλους· ήτο καφενείον, κουρείον, και βιολιτζίδικον.

Τον παλαιόν καιρόν η Ανδρεώλα, η μήτηρ της Κρατήρας, με τον σύζυγόν της τον γερο – Νικόλαν, αόμματον εις το γήρας, εκράτει το μαγαζίον εκείνο, ύστερον εμεγάλωσαν τα παιδιά της· ο Φιλάρετος, ο Μήτρος και η Κρατήρα.

Ο Νικόλας ήτον και κουρεύς και χειρουργός και φλεβοτόμος επιδέξιος. Η Ανδρεώλα πάλιν εγνώριζεν όλα τα βότανα και τις κηραλοιφές. Ύστερον οι δύο γέροντες παρήκμασαν.

Ο Φιλάρετος, ο πρώτος υιός των, εβγήκε βιολιτζής περίφημος. Ο δευτερότοκος, Μήτρος, έπαιζε πότε μπουζούκι, πότε λαγούτο, αλλά κυρίως ήτο κουρεύς. Είτα ο Φιλάρετος ενυμφεύθη, απέκτησε τέκνα, έπαθε την υγείαν και απέθανε νέος ακόμη. Ο Μήτρος εξενητεύθη, επήγεν εις τους ωκεανούς, και δεν επανέκαμψε πλέον.

Μόνη η Κρατήρα και τα ανήλικα παιδιά του Φιλαρέτου επέζων από όλην την οικογένειαν.

Αυτή είχε νυμφευθεί νεωτάτη. Δεν είχεν αποκτήσει τέκνον. Μετά τρία έτη εχήρευσε. Τώρα ήτον ως τριάντα χρόνων, κι εχήρευεν από επταετίας.

Σφόδρα περιπαθής – μερακλής – μουσικός ήτό ποτε ο αδελφός της ο Φιλάρετος. Περιπαθής εις το τραγούδι υπήρξε και ο Γιάννης ο Βάρναλης, ο σύζυγος της Κρατήρας. Είχεν αποθάνει φθισικός, νέος και προ δύο ετών νυμφευθείς εξ έρωτος την Κρατήραν. Ο θάνατός του, η κηδεία του, υπήρξε τραγωδία εις όλον το χωρίον. Μετά χρόνους ακόμη η γειτονιά, η αγορά και όλη η πολίχνη ενθυμείτο τα περιπαθή μοιρολόγια της Κρατήρας.

Στηθικός απέθανεν ολίγω ύστερον και ο αδελφός της, ο Φιλάρετος. Συνέπεσεν ούτος ν΄ αποθάνει εις τας Αθήνας, όπου ήλθε δια να εύρει ιατρείαν. Ευρίσκεται θαμμένος, άγνωστος καθώς όλοι, αγνωστότερος απ΄ όλους, εις μίαν γωνίαν του Α΄ νεκροταφείου.

Έλεγαν ότι τον είχε βλάψει το βιολί εις το στήθος, κι εντεύθεν έγινε φθισικός.

Άμα εκαλείτο εις γάμον ή χαράν ή άλλην ευωχίαν δια να παίξει, ο Φιλάρετος, σπανίως ετύχαινε να έχει εύθυμον διάθεσιν. Είτε τον επλήρωναν καλά ή κακά, είτε του εκολλούσαν σβάντσικα εις το μέτωπον, είτε του εκολλούσαν τούρκικα εικοσιπενταράκια, αδιάφορον του ήτον. Δεν τον έμελλε πολυ αν θα ευχαρίστει τους άλλους. Έπρεπε να έχει αυτός κέφι. Και το κέφι είναι αυθαίρετον πράγμα· δεν το εκράτει αυτός· εκείνο εκράτει αυτού...

Είτε τον εκαλοπλήρωναν είτε όχι, εγύριζε κουρασμένος, αλλά νευροπαθής, μη αισθανόμενος την κούρασιν, εγύριζε μεσάνυκτα από την ευωχίαν, όρθρον βαθύν από τον γάμον, πρωΐ από τα «πιστρόφια». Επανήρχετο στο σπίτι, άνοιγε το μαγαζί του, εφώναζε την γραίαν μητέρα του, η οποία εκοιμάτο με το εν αυτί, και είχε το άλλο άγρυπνον και τον επερίμενε· την εφώναζεν, ή μάλλον αυτή κατήρχετο πριν την φωνάξει, δια ν΄ ανάψει φωτιάν και του ψήσει καφέ.

Και ευθύς, αντί να τυλίξει το βιολί του με το περικάλυμμα και το κρεμάσει στον τοίχον, το έπαιρνεν εις το στήθος του, το ενεκολπώνετο, ετραβούσε δυο τρεις δοξαριές, και ήρχιζεν αυτός καθ΄ εαυτόν, δια να ευχαριστήσει τον ίδιον εαυτόν του, ένα ήχον περιπαθή, εν μέλος, εν άσμα, το οποίον μάτην θα εξήντλουν τα σβάντσικά των πας γαμβρός, και πας σύντεκνος, και όλ΄ οι καλεσμένοι, δια να καταφέρουν τον Φιλάρετον : να το επιτύχει να τους το πει...

Δεν επρόκειτο εδώ περί χορδίσματος βιολίου ή παντός οργάνου απλώς· επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι όλως διάφορον πράγμα.

Το ετόνιζε, και το έλεγε, και το εκελαδούσε πράγματι με απαράμιλλον τρόπον, με κίνδυνον να κάμει τους γείτονας όλους να χάσουν τον πρωϊνόν ύπνον των.
− Τώρα, παιδάκι μου, κατακόβεσαι, κουρασμένος όπως είσαι, χαλνιέσαι μοναχός σου... Θα ξυπνήσεις όλους τους γειτόνους παράωρα!
− Ας κοιμηθούν, έλεγε μόνον ο Φιλάρετος.
− Πώς να κοιμηθούν, που δεν τους αφήνεις;...
− Ας πάρουν υπνωτικό!


Τοιούτος υπήρξεν ο Φιλάρετος, ο περιπαθής βιολιτζής, οπού του έμελλε η μοίρα του να κείται άγνωστος εις μίαν αφανή γωνίαν του λαμπροτέρου πολυανδρίου της νεωτέρας Ελλάδος. Αλλά και ο Μήτρος, ο αδελφός του ο νεώτερος, με το μουσικόν όργανόν του συχνά τον συνώδευε, και με μίαν ψαλίδα έκοπτε συνήθως τα μαλλιά, και με ένα ξυράφι ερήμαζε τα γένεια όλων των αρρένων του χωρίου. Με μίαν ψαλίδα, μίαν βούρτσαν, μίαν κτένα, εν προσόψιον σκούρον και μ΄ ένα μικρόν καθρέπτην του χεριού, με μικράν λαβήν. Ω! ένα καθρέπτην τερατώδη, έχοντα δύο πρόσωπα, το εν ανθρώπινον, το άλλον θηριώδες!

Ω! εάν κανέν παιδίον οκτώ ετών ωδηγείτο εκεί υπό του πατρός του, δια να του κόψει ο Μήτρος τα μαλλιά (καθώς συνέβη εις εμέ, τον γράφοντα!), πόσον ετρόμαζεν όταν, με τρόπον, του έδειχνεν ο Μήτρος, δια να το τρομάξει, την ανάποδην όψιν, όπου θα έβλεπεν εν φρικώδες μορμολύκειον!

Ήτον ο καθρέπτης του μέλλοντος, εκείνος. Εκεί έβλεπαν όλα τα ανήλικα όντα την μέλλουσαν ασχημίαν των, οποίον μούτρο θα έκαμναν αν έσωναν να γίνουν άνδρες... Εκεί θα ηύχετο κανείς, αν δεν ήτο εις αγνωσίαν και πλάνην οικτράν περί των πραγμάτων του κόσμου και περί της μελλούσης τύχης του, να ήτο αρκετά θεοφιλής δια ν΄ αποθάνει νέος... δια να μη σώσει ποτέ ν΄ αναπτύξει τόσην ασχημίαν, σωματικήν και ηθικήν, όσην σήμερον!...


Αυτό εκείνο το πλακόστρωτον ισόγειον ήτον το σημερινόν κατώγι της Κρατήρας, όπου η χήρα είχε στημένον τον αργαλειόν της και ύφαινεν. Εκεί είχεν εισέλθει ο καπετάν Στέλιος.

Είδεν ότι η πρώτη ακριτομυθία του δεν εψύχρανε πολύ την νεαράν χήραν· τουναντίον μάλιστα αύτη εφάνη ευδιάθετος να τον προσκαλέσει, ως παλαιόν γείτονα και φίλον του μακαρίτου ανδρός της, να καθίσει ολίγον πλησίον του ιστού της.

Η λέξις «ομορφοχήρα» την οποίαν είχε προφέρει μετά πλαταγισμού γλώσσης και χειλέων ο καπετάν Σάββας, υπήρξεν ως μεταδοτική ασθένεια δια τον Στέλιον. Ούτος πολλάκις έβλεπε την γυναίκα, αλλά ποτέ δεν είχε λάβει ευκαιρίαν να την καλοκοιτάξει, κατά τους τελευταίους χρόνους. Το πρόσωπόν της ήτον «ψιλολογιά», κατά τον χαρακτηρισμόν, τον οποίον δίδουν εις τα λεπτοφυή χαρακτηριστικά τα γραΐδια· ωχρά μάλλον, λεπτή επιδερμίς, με ελαφράν απόχρωσιν ρόδου περί τας παρειάς, λευκόν το μέτωπον, και εύγραμμον όλον εκείνο το μέρος του προσώπου το μεταξύ της ρινός «φίλτρον», περί το στόμα και τον πώγωνα, όπου λέγουν ότι φωλεύουσιν οι έρωτες, και το οποίον τα γύναια ονομάζουσι, μετ΄ ενδεικτικής χειρονομίας, όταν συμβεί να περιγράψωσι μετ΄ ευμενείας τινός τα χαρακτηριστικά γυναικός, «αυτοδά – της», δι΄ έλλειψιν ωρισμένης λέξεως. Εν γένει η χήρα, υπερτριακοντούτις ήδη, ήτον ωραία και χαριτωμένη πράγματι.

− Κοντεύει κι ο Μάρτης να’ ρθει, ήρχισε την ομιλίαν η Κρατήρα. Θα πας και φέτος με το καράβι, καπετάν Στέλιο;
− Και τι να κάμω; βέβαια· όσο μπορούμε ακόμα, θα οργώνομε την άχαρη τη θάλασσα.
− Αχ! τι να έγινε κι εμένα, ο αδερφός μου, ο Δημητράκης, που πήρε μαύρα πέλαγα· δέκα χρόνια έχει ν΄ ακουστεί· στην Αουστράλια είπαν πως πήγε!... επανέλαβεν η χήρα· πάνε κι οι γονιοί μας, πάει κι ο Φιλάρετος, κι όλοι τους... Είχα μόνο τ΄ ανίψια, τα παιδιά τού σχωρεμένου, που μ΄ έκαναν γενιά, από καμμιά φορά... τώρα, φαίνεται, η μάνα τους δεν τ΄ αφήνει ναρθούν να με ιδούνε... Είπαν πως θέλει να παντρευτεί... Ως φαίνεται, πήγαν και της έβαλαν λόγια, πως εγώ τάχα είπα αυτό κι αυτό... Τι κακός κόσμος, καπετάν Στέλιο! κι εγώ δεν είπα τίποτα... μόνο, σαν τ΄ άκουσα, θυμήθηκα το Φιλάρετο, που κοιμάται στα ξένα, κι εδάκρυσα... Ας πανδρευθεί! δεν πανδρεύεται; Εγώ θα την εμποδίσω;... ούτ΄ ερωτησάμενη, ούτ΄ αποκρισάμενη... Καλά θα κάμει να πανδρευθεί... Νέα γυναίκα είναι, πολύ μικρότερη στα χρόνια από μένα... Μόνο μου κακοφαίνεται που δεν αφήνει τα δυο παιδιά να΄ ρχονται ΄σά ΄δω να τα βλέπω... Καθώς εσφάλησε τα μάτια ο αδιαφόρετος (εννοούσα τον άνδρα της), καπετάν Στέλιο, έκλεισε το σπίτι μου.

Είπεν όλα ταύτα αφελώς και μετ΄ εμπιστοσύνης, ως να ωμίλει προς τινα πρεσβύτερον συγγενή της, οποίον δεν είχε, και ησθάνετο την έλλειψιν. Ο Στέλιος ήκουεν απλήστως. Έκρινεν ότι ήτο καιρός να φέρει το ζήτημα.
− Αλήθεια, είπε, τα ίδια παθαίνουμε όλοι μας... κι οι άνδρες ρημάζουνε σαν χηρέψουνε, κι οι γυναίκες αισθάνονται το σπίτι κλεισμένο... Αυτά ελέγαμε και με το φίλο μου τον καπετάν Σάββα τον Απανομίτη, σήμερα το πρωΐ... Είναι κι εκείνος χήρος σαν εμένα... έχει δυο παιδάκια. Όλον τον καιρό πηγαίνει με την βομβάρδα, χειμώνα – καλοκαίρι, και θαλασσοπνίγεται, και ποιος να έχει την έννοια των παιδιών στο έρμο το σπίτι, που μένει χωρίς νοικοκυρά, όπως η φωλιά χωρίς χελιδονομάνα τον χειμώνα...

Η χήρα ακούσασα έπνιξε τον γέλωτα, κι εδάγκασε τα χείλη. Ο Στέλιος διεκόπη κι εκοίταξε περίεργος...
− Γι΄ αυτό μου έχει στείλει δυο προξενιές ως τώρα, είπεν η Κρατήρα.
− Αληθινά;
− Δυο πανδρολόγισσες μου έστειλε· τη γριά Μαχαιρίνα και την Θασίτισσα.
− Αλήθεια;... Κι εμένα μου είπε πως δεν έχει εμπιστοσύνη στα λαδικά!...
− Τι του φταίνε τα λαδικά;... Εγώ αποκρίθηκα πως δεν έχω σκοπό να πανδρευτώ, δεν είμαι για τον καπετάν Σάββα...
− Έτσι;

Και ο Στέλιος εγέλασεν αισθανθείς ανακούφισιν είς τε την συνείδησιν και την καρδίαν. Είτα επανέλαβεν :
− Είχ΄ ευχαρίστηση, λέει, να σε κάμει μεγαλονοικοκυρά... με τα φασόλια σου, με τα ρεβίθια σου...
− Ω! όλο για φασόλια και για ρεβίθια μου παραγγέλνει... με θέλει, ως φαίνεται για να βαστώ σαρακοστή όλο το χρόνο...

Ο Στέλιος εκάγχασε.
− Τα ίδια, μου λέγανε, τις προάλλες, κι η Μαχαιρίνα κ΄ η Θασίτισσα.
− Πες μου, Κρατήρα, στο Θεό σου, γιατί δεν τονε θέλεις; ηρώτησεν ο Στέλιος.
− Δεν τονε θέλω, το ένα πρώτο, γιατί... δεν αποφάσισα ακόμα να πανδρευθώ (ο Στέλιος εσημείωσε το επίρρημα ακόμα), και δεύτερο, γιατί, κι αν αποφάσιζα, δεν θα ήμουν για τον καπετάν Σάββα... Καλός κι άξιος είναι ο άνθρωπος, μα... όσο για φασόλια και ρεβίθια, δεν υστερούμαι, δόξα σοι ο Θεός· ας είναι καλά οι πλάτες μου και τα χέρια μου...

Και ειπούσα, έσυρε πάλιν προς εαυτήν το κτένι της, το οποίον είχε παραιτήσει επ΄ ολίγα δευτερόλεπτα, και ηκούσθη ταχεία η σαΐτα, η κερκίς της να διέρχεται ως βολίς το μεταξύ των δύο στημόνων διάκενον, και να βγαίνει πεταχτή από το άλλον άκρον· και τα δύο «πατήματά» της έτριξαν κ΄ εκινήθησαν, το εν προς τ΄ άνω – το άλλο προς τα κάτω, υπό τους μικρούς πόδας της με τας εμβάδας τας κεντητάς.
− Ώστε δεν αποφάσισες ακόμα να ξαναπανδρευθείς, επανέλαβεν ο Στέλιος.
− Δεν αποφάσισα.
− Κι αν πρόκειται λόγος για κανέν΄ άλλο πρόσωπο, όχι για τον καπετάν Σάββα;...
− Τότε θα ιδώ, είπεν η Κατερίνα.
− Αν τύχει να είναι κανένας γνωστός, και φρόνιμος, και καλόγνωμος... αν το πρόσωπον αυτό είναι παλαιός γνώριμος, και μάλιστα...

Η Κρατήρα εφαίνετο μόλις ν΄ ακούει, βλέπουσα αλλού.
− Αν είναι καλός, παλαιός γείτονας, και φίλος με τ΄ αδέρφια σου, και με τον μακαρίτη τον Φιλάρετο, και με τον Δημητράκη, καλή του ώρα, όπου κι αν είναι;....

Η Κρατήρα εσιώπα.
− Αν ίσως ήτον παλαιός γνωστός και φίλος, πιστός και ειλικρινής, με τον μακαρίτη τον άνδρα σου, Κρατήρα;...

Η χήρα ηρυθρίασεν, από τας ρίζας των βοστρύχων μέχρι της παρυφής της τραχηλιάς της.
− Μ΄ ένα λόγον, αν σε παρακαλούσα, Κρατήρα, να δεχθείς την πρότασίν μου, και να δοκιμάσεις πάλι, άλλη μια φορά, τα βάσανα του κόσμου, τι θα έλεγες;

Η Κρατήρα εσκέφθη προς στιγμήν, συνήλθεν, εδέσποσεν εαυτής, ανέκτησε το φυσικόν της χρώμα, και είπε·
− Τώρα κοντεύει Μάρτης, καπετάν Στέλιο· τώρα, με το καλό κατευόδιο, θα πας στο ταξίδι σου, και σαν... και σαν... ακόμα δεν έκλεισε τα δυο χρόνια η μακαρίτισσα, η γυναίκα σου... σαν έρθεις, με το καλό, βλέπουμε.


Όλον το εν ολίγαις γραμμαίς πρόγραμμα, το οποίον διέγραψεν η χήρα, εξετελέσθη. Τον Μάρτιον ο Στέλιος εμβαρκάρισε με το καράβι και απέπλευσεν· εταξίδευσεν επί οκτώ μήνας. Ήλθε το φθινόπωρον, και το καράβι έφθασεν εις την πατρίδα.

Τα Χριστούγεννα ετελέσθη ο γάμος.