Ο κύριος «Χρυσωρυχείον»

Από Βικιθήκη
Ο κύριος «Χρυσωρυχείον»
Συγγραφέας:


Ἀγαπητή μου,

Σὲ βεβαιῶ πὼς ἔπρεπε νὰ εἶμαι λεύθερη. Ἐγὼ γι' αὐτὰ γεννήθηκα· ἀπὸ τὰ νύχια μου πουλὶ πετούμενο δὲν ἔφευγε, ὄχι ἄνθρωπος μὲ γυαλιά, ὑψηλὸ καπέλλο καὶ γένια. Εἶσαι ἀδέξια· αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια καὶ στὸ Θεό μου θὰ μετενόησε ὁ Πλάστης φοβερά, ποὺ σ' ἔδωκε αὐτὰ τὰ ὡραῖα μάτια καὶ τὰ μακρυὰ μαλλιὰ καὶ τὸ βασιλικὸ ἀνάστημα. Καὶ βέβαια θὰ μετενόησε· ἀφοῦ τὰ τόσα σου χαρίσματα δὲν ξεύρεις νὰ τὰ μεταχειρισθῇς. Βλέπεις πὼς ἔχεις νὰ κάμῃς μὲ χαρακτῆρα ποιητικόν, ἐμπρός, ὁ Λαμαρτῖνος καὶ ὁ Παράσχος εἰς κίνησιν. Ἠμπορεῖς ἂν θέλῃς νὰ ἀπαγγείλῃς καὶ κἄτι ἀπὸ τὰ ἀθάνατα ποιήματα τοῦ Παπαρρηγοπούλου καὶ ἂν εἶσαι ἐπιτηδεία θὰ συγκινηθῇς καὶ ἂν εἶσαι ἔξυπνη θὰ κλαύσῃς. Ἀπὸ τοὺς νεωτέρους − ἂν καὶ οἱ εὐλογημένοι δὲν πολυμιλοῦν γιὰ νεκρούς, γιὰ σπασμένους σταυροὺς καὶ γιὰ κυπαρίσσια − μὴ ξεχάσῃς τὸν Δροσίνην, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Πολέμη, ἐκεῖνο τὸ μαργιόλικο τὸ Μάνο, τὸν Στρατήγη, μὰ οὔτε λέξιν γιὰ Σουρῆδες καὶ συντροφία, γιατὶ θὰ χαθῇ ἡ illusion. Ἠμπορεῖς νὰ ὁμλήσῃς καὶ διὰ τὴν φύσιν, διὰ τὰ δάση, διὰ τὰ ἀηδόνια, διὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ διὰ τὴν ἀνατολὴν ἐπίσης, ἂν καὶ δὲν τὴν εἶδες παρὰ μόνον ζωγραφισμένην. Τότε ἐκεῖνος, ἂν ἀληθινὰ εἶνε ποιητικὸς ἄνθρωπος, θὰ συγκινηθῇ καὶ θὰ ἀνοίξῃ τὰ χείλη του, νὰ σοῦ 'μιλῇ γιὰ τὰς συμπαθείας καὶ τὰς ἀντιπαθείας, ποὺ ἔχει στὴ νεωτέρα καὶ ἀρχαία ποίησι καὶ εἰς τὴν ξένην ἀκόμη. Πρόσεχε μὴ χασμηθῇς, διότι τότε ὅλα τελείωσαν. Πρέπει νὰ δείξῃς ἐνδιαφέρον, τὰ χασμήματα κρύψε τα μετὰ τὸν γάμον καὶ τότε βέβαια, ἂν ἔχῃ ἐξουσίαν, ἂς 'μιλήσῃ διὰ τὰς συμπαθείας του καὶ τὰς ἀντιπαθείας του. Ἄν κατορθώσῃς νὰ συχνοκοκκινίζῃς, θὰ εἶνε ἀριστούργημα· ἀλλὰ δὲν εἶνε καὶ εὔκολον· καὶ ἐγὼ ἀκόμη δὲν τὸ εὐκολοκατορθώνω.

Να ὁμιλῇς μὲ πολλὰ ἀποσιωπητικὰ καὶ νὰ ὑψώνῃς τοὺς ὀφθαλμούς σου πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἐνίοτε 'μπορεῖς νὰ ἐκφράσῃς καὶ τὴν φρίκην σου διὰ τὴν ἀνθρωπίνην κακίαν καὶ διὰ τὸ βάραθρον εἰς τὸ ὁποῖον τείνει νὰ καταπέσῃ ἡ ἀνθρωπότης, ὠθουμένη ὑπὸ τῆς πολυτελείας − αὐτὸ τὸ τελευταῖον πρέπει νὰ τὸ εἴπῃς μὲ ἰδιαιτέραν ἔκφρασιν ἀπογοητεύσεως, διότι συνήθως οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ χαρακτῆρος εἶναι φιλάργυροι.

Ἂν ὅλα αὐτὰ παιχθοῦν ἐπιτήδεια καὶ μὲ τέχνην, ἡ νίκη ἐξησφαλίσθη. Καὶ βέβαια ἡ τέχνη εἶνε συγκινητικωτέρα τοῦ πραγματικοῦ. Βάσανα ἀνθρώπινα, τὰ ὁποῖα καθ' ἡμέραν συναντᾷς εἰς τὸν βίον σου ἀδιαφόρως, σοῦ ἀποσποῦν δάκρυα πικρά, ἂν τὰ ἴδῃς παιζόμενα μὲ τέχνην ἀπὸ ὡραίαν ἠθοποιόν.

Τὰς στάσεις σου πρέπει νὰ τὰς μελετᾷς ἀπὸ πρίν. Μία στάσις ἄχαρις καταστρέφει πολλάκις ὁλόκληρον ἐπιτυχῆ μονόλογον· μειδιῶσα ν' ἀνοίγῃς τόσῳ τὰ χείλη σου, ὅσον ἀρκεῖ διὰ νὰ φαίνεται ἡ σειρὰ τῶν μαργαριτῶν σου.

Ἡ ἐνδυμασία εἶνε ὁ σκόπελος εἰς τὸν ὁποῖον πλεῖσται καλλοναὶ ἐναυάγησαν, ναυαγοῦν καὶ θὰ ναυαγοῦν. Ἡ περίπλοκος καὶ σπουδαία αὐτὴ ἐργασία ἀπαιτεῖ μελέτην πολλήν, καὶ πρὸ πάντων νὰ συμβουλεύεται κανεὶς ὅσῳ τὸ δυνατὸν ὀλιγώτερον τὰ περιοδικὰ τοῦ συρμοῦ καὶ τὰ φιλικὰ χείλη. Πρὸ πάντων τὰ δεύτερα. Πολλάκις ἀπὸ ζηλοτυπίαν μιὰ φίλη σὲ συμβουλεύει νὰ φορέσῃς ἕνα χρῶμα ποὺ δὲν σοῦ ἔρχεται καὶ καταστρέφεις ὅλην τὴν χάριν σου. Ὁ καλλίτερος σύμβουλος εἰς τοιαύτας περιστάσεις εἶνε ὁ καθρέπτης. Ὅ,τι σοῦ εἰπεῖ ὁ εἰλικρινὴς αὐτὸς φίλος, νὰ τὸ ἀκούσῃς· ἀπὸ τὰς συμβουλὰς τῶν ἄλλων νὰ παραδεχθῇς, μόνον ὅσα ἐκεῖνος ἐπιδοκιμάσει.

Ξεύρεις πῶς κατέκτησα ἐγὼ τὸν Νικόλαον;

Μόλις πήγαμε στὸ ξενοδοχεῖο, μοῦ εἴπαν «ὅτι διαμένει ἀπό τινος ἕνας νέος βαθύπλουτος ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ». Κατώρθωσα νὰ μάθω εἰς ποῖον σημεῖον τῆς τραπέζης τρώγει καὶ τοποθετηθῶ ἀπέναντί του, διότι ἐγὼ κερδίζω κατὰ πρόσωπον.

Κατ' ἀρχὰς οὔτε μὲ παρετήρησε, διότι ὡς φυσικὰ λαίμαργος ἔτρωγε βιαστικὰ διὰ νὰ τιμήσῃ ὅλα τὰ φαγητά, κατόπιν ἀφοῦ ἔφαγε καὶ τὸ ὀπωρικόν του, πῆρε ἕνα κιουρτὰν καὶ σκάλιζε τὰ δόντια του, ρίπτων καὶ βλέμματα ἀπερίεργα ἐπὶ τῶν συνδαιτυμόνων του.

Ἕνα ἀνδρόγυνο, τὸ ὁποῖον θὰ ἑώρτασε πρὸ χρόνων τοὺς χρυσοῦς γάμους του, ἀντήλλασσε κομπλιμέντα. Μία ἄλλη πολὺ πλησίον μου, νεοΰπανδρος, εἶχεν ἐκεῖνο τὸ κακιωμένο ὕφος τοῦ χαϊδεμένου παιδίου τὸ ὁποῖον ἔχουν ὅλαι αἱ ὡραῖαι καὶ ἀγαπώμεναι γυναῖκες − καὶ τὸ ὁποῖον σοῦ συνιστῶ. Πλησίον μου ἐκάθητο μία νέα τὴν ὁποίαν ἐγνώρισα ἄλλοτε καὶ τὴν ὁποίαν ἐπίτηδες προσεκάλεσα πλησίον μου, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπην, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ἀντίθεσις τελεία· τόσῳ ἄσχημος ἦτο.

Ὁ Νικόλαος ἀφοῦ εἶδεν ὅλους καὶ ὅλας, οἱ ὀφθαλμοί του ἀνεπαύθησαν ἐπάνω μου. Ἐγὼ − καὶ ἐδῶ εἶνε ἡ ἔκτακτος ἐπιτυχία − κατεβίβασα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νὰ μ' ἐστενοχώρει τὸ βλέμμα του… ἠρυθρίασα.

Μέσα ἀπὸ τὰς βλεφαρίδας μου, τὸν εἶδα νὰ κύψῃ στὸν πλαγινό του − ἕνα πρόξενον εἰς Τεχεράνην ἡλικιωμένον − καὶ κρυφοβλέπων ἐμὲ νὰ λέγῃ ἢ μᾶλλον νὰ ἐρωτᾷ:

«Ἡ πρώτη ἐντύπωσις, ἐσκέφθην, ὑπῆρξε ζωηρὰ καὶ διὰ νὰ μὴν ἐξασθενήσῃ ἂς μὴ παρατείνω τὴν παρουσίαν μου».

Ἀπεσύρθην ἐνωρὶς καὶ ὀνειρεύθην χρυσωρυχεῖα εἰς τὸ ἐξωτερικόν.

Ἀπὸ μερικὰ ποὺ ἐλέγοντο γι' αὐτὸν ἤκουσα πὼς εἶναι ψυχρὸς σὰν μάρμαρο καὶ εἶναι ἀδύνατο γυναῖκα νὰ τὸν συγκινήσῃ. Τὶς ἐβαρέθηκε.

− Ἂς μὴ λέγῃ μεγάλα λόγια, σκέφθηκα ἐγώ.

Εἶνε ἀλήθεια ὅτι ἡ καϋμένη ἡ μαμὰ ἔπαιξε θαυμάσια τὸ μέρος της. Ἐγὼ ἔπαιξα τὸ πρόσωπον ἀγρίας καὶ ἐκλειόμην ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὸ δωμάτιόν μου καὶ ἐνίοτε ἔτρωγα καὶ μόνη. Φαντάσου ὑπομονή! νὰ ξεύρῃς ὅτι κάτω εἰς τὴν κοινὴν τράπεζαν ἀνταλλάσσεται καυστικὴ φλυαρία καὶ σὺ νὰ κάθεσαι κατάμονη στὸ θερμὸν δωμάτιον καὶ νὰ χάνῃς καὶ τὴν ὄρεξιν ἀπὸ τὴν μοναξιά.

Ἂν ἐγὼ ἔλειπα, δὲν ἄφινα νὰ μὲ νομίζῃ καὶ ἐπιληπτική, ἡ ὁποία κρύπτει εἰς σκότη ἀνήλια τὸ φοβερὸν πάθος της. Κάτω τὰ πάντα ὡμίλουν γιὰ μένα.

− Τὶ ἄνοστο τραπέζι χωρὶς τὴν Εὐλαλία μας, ἔλεγεν ὁ ἐξάδελφός μου, μὲ κίνδυνον νὰ δυσαρεστήσῃ τὰς ἄλλας δεσποινίδας.

Ἂν ὁ Νικόλαος ἐξεστόμιζε καμμίαν ἰδέαν, ἐκκεντρικήν, ἡ μαμὰ ἐμειδία καὶ ἔλεγε:

− Αἱ ἰδέαι τῆς Εὐλαλίας. Ἂν σᾶς ἤκουε θὰ ἐχειροκρότει.

Τὸ ἄρωμα τῆς Εὐλαλίας, τὸ κόμματι τῆς μουσικῆς ποὺ ἀγαπᾷ ἡ Εὐλαλία…

Ὅλα τοῦ ὡμίλουν περὶ τῆς Εὐλαλίας· μόνον ἡ Εὐλαλία ἐφαίνετο σπανιώτατα καὶ ἔρριπτε ἕν ἀδιάφορον ἐπὶ τοῦ ξένου βλέμμα.

Ἤρχισε νὰ ἐπιθυμῇ τὴν γνωριμίαν μου καὶ παρεκάλεσε τὸν ἐξάδελφόν μου νὰ τὸν συστήσῃ.

− Ἄ… αὐτή, φίλε μου, εἶναι ἀγρία.

Ἅμα τὸ ἤκουσα ἐγώ, ἄκουσε νὰ ἰδῇς τί διωργάνωσα, χωρὶς συμβουλὴν τῆς μαμᾶς, μόνον μὲ τὴν ἐπιδοκιμασίαν της.

Ξεύρεις ἐκεῖνον τὸν μύλο τὸν ἐρειπωμένο ποὺ εἶνε στὴν Χάλκην, πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀντιγόνης καὶ ἐκείνην τὴν ἀπότομον σειρὰν τῶν βράχων, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν στὴν ἀκρογιαλιά. Κατώρθωσα νὰ καθήσω εἰς τὸν μεσαῖον. Ἐνεδύθην μὲ ὅσην περισσοτέραν ἀφέλειαν ἠμπόρεσα καὶ φόρεσα ἕνα ψάθινο καπέλλο μὲ μυοσωτίδες. Στὰ χέρια μου κρατοῦσα ἕνα μυθιστόρημα τῆς Σάνδης. Οὔτε ξεύρω ἂν ἐδιάβασα δέκα σειράς, διότι ἔτρεμα μήπως χάσω τὴν ὡραία πόζα ποὺ τόσῳ μὲ ἐπήγαινε· ὑπῆρχε καὶ ἄλλος φόβος· μήπως κάμω κίνησιν ἄστοχον καὶ πέσω εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπου θὰ εὕρισκα ἄμεσον θάνατον. Ὁ ἐξάδελφος, ἐκ προτέρας συνεννοήσεως, θὰ ἔφερε τὸν Ἄδωνιν εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἐπαφῆκα εἰς τὴν ἔμπνευσιν τῆς στιγμῆς…

Ἅμα ἤκουα βήματα, ἔστρεφα μὲ πολλὴν χάριν τὴν κεφαλὴν μου καὶ προετοίμαζα τὸ βλέμμα τῆς ἐκπλήξεως, τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ρίψω.

Στὴν ἀρχή, τὸ βλέμμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τόσῳ ἐμελέτησα, εἰς ποῖον νομίζεις ὅτι ἐρρίφθη; Εἰς μίαν γνώριμον κυρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ἰατρὸς διέταζε πολύωρον περίπατον διὰ νὰ μὴ προχωρήσῃ ἡ πολυσαρκία της. Ὁ σύζυγός της ὡς πολὺ ζηλότυπος τὴν συνώδευε πάντοτε ἂν καὶ ἀσθενὴς καὶ ἰσχνὸς ὡς σκελετός· πάντοτε διηρωτώμην − καλά, αὐτὴ δὲν θὰ παχύνῃ πειὰ μὲ τὸν περίπατο… μὰ ἐκεῖνος;!!!

Φαντάσου τὴν δικαίαν ταραχήν μου ὅταν μοῦ ἐπρότεινε τὸ χαριτωμένο ζεῦγος νὰ μὲ κάμῃ συντροφιά, ἐνθαρρυνθὲν καὶ κολακευθὲν ἀπὸ τὸ βλέμμα τὸ ὁποῖον ἔρριψα πρὸς αὐτούς.

− Ἀγαπητὴ κυρία, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ κάμω ἐχθρὸν τὸν ἰατρόν σας, ταράττουσα τὴν ἐκτέλεσιν τῶν συνταγῶν του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μίση, πάντα φοβοῦμαι περισσότερον τὸ μῖσος τοῦ ἰατροῦ. Ἔχουν πρόχειρα τόσα μέσα ἐκδικήσεως: κινίνην, βεντοῦζες καὶ τόσα ἄλλα.

Ἀνέπνευσα διότι τὸ ζεῦγος ἐχάθη μετὰ δυσκολίας, ὡς ἐκ τοῦ ὄγκου τῆς κυρίας, μέσα εἰς τὰς πεύκας τῆς ἁγίας Τριάδος.

Πάλιν ἤκουσα βήματα· δύο ἄνθρωποι ζωηροὶ καὶ βιαστικοὶ ἤρχοντο πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκαθήμην. Ὤ! τώρα ἐξάπαντος.

Ἑτοιμάζω τὸ βλέμμα τὸ παντοδύναμον καί… εἰς ποῖον νομίζεις ὅτι ἔπεσε; Ὤ φιλτάτη! εἰς παπᾶ. Ναί, ἦσαν δύο φοιτηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἐκιτρίνιζεν ἐκεῖ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, καὶ ἤρχοντο ἐκεῖ μεταξὺ τῶν βράχων, ὄπισθεν τοῦ κρημνισμένου μύλου, ποιὸς ξεύρει ποῖα μυστικὰ ν' ἀνταλλάξουν, τὰ ὁποῖα δὲν ἔπρεπε ν' ἀντηχήσουν εἰς τὸ σεμνὸν ἐρημητήριόν των.

Ἂ τώρα ἀπεφάσισα πλέον καὶ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ νὰ μὲ τραβήξουν, νὰ μὴ γυρίσω νὰ 'δῶ. Τί μασκαραλίκι. Ὁ παπᾶς, ἀπὸ τὸ βλέμμα ποὺ τοῦ ἔρριψα, ὁ δυστυχισμένος, ἐνόμισεν ὅτι εἶμαι κανεὶς ἐκ τῶν παρηγόρων ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔστρεψε πρὸς ἐμέ, ζητῶν τὴν ἐξ ὕψους ἀντίληψιν. Τί φοβερόν! νὰ ἤρχοντο καὶ νὰ ἀνεκάλυπτον τὰ περιπαθῆ τοῦ Λευΐτου βλέμματα!! Δικαίως, θὰ ἐνόμιζον ὅτι ἐπεζήτουν τὴν μοναξιὰν διὰ τὸν ἀπηγορευμένον αὐτὸν ἔρωτα. Ὅλη ἡ τέχνη, ὅλα τὰ βασανιστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ὑπεβλήθην, μάταια. Δάκρυα μοῦ ἤρχοντο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς· ἐνῷ ὁ Λευΐτης ὁμιλῶν περὶ ζωγραφικῆς, ἔλεγεν ὅτι τοὺς ἀγγέλους τοὺς προτιμᾷ μὲ γαλανὰ μάτια καὶ ὁλόχρυσα μαλλιά, μία μυστηριώδης εὐεργετικὴ καμπάνα ἀντήχησεν εἰς τὴν σιγὴν τοῦ δάσους καὶ οἱ Λευΐται ἐξηφανίσθησαν. Βήματα ταχέα ἠκούσθησαν ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ δάσους, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βελονωτὰ φυλλώματα ἐφαίνετο ἡ πτυχὴ μαύρου ράσου καλύπτοντος ροδοπάρειον σφριγῶντα Λευΐτην.

Ὁ ἥλιος ἐπροχωροῦσεν ταχύς, ἀμείλικτος, ἐπορφυροῦτο ὁ ὁρίζων καὶ ὁ ἴδιος ἀπώλεσας τὴν ἐκτυφλωτικὴν λάμψιν του, ἐπέτρεπεν εἰς τὰς περιέργους Σεμέλας ν' ἀτενίσωσι πρὸς αὐτόν.

Ἀπὸ τὰ θαλάσσια λουτρὰ ἠκούοντο ἀρχυρόηχοι γέλωτες καὶ διέκρινε κανεὶς τὴν χρυσῆν κεφαλὴν καὶ τὴν μελανόκομον τολμηρᾶς κολυμβητρίας, νὰ προβάλῃ καὶ νὰ προχωρῇ πρὸς τὸ μέρος τῆς νήσου Ἀντιγόνης, ἐνῷ οἱ γέλωτες ἀπὸ τοῦ παραπήγματος τῶν λουτρῶν ἐδιπλασιάζοντο. Ἦτο θρησκευτικὴ Ὀθωμανικὴ ἑορτὴ καὶ ἔβλεπε κανεὶς τοὺς μιναρέδες τοῦ Σταμπούλ, ὡς σώματα μετέωρα, καὶ τὸ Πέραν φωτιζόμενον σιγὰ σιγά, ὅσῳ ὁ ἥλιος προσήγγιζεν εἰς τὴν δύσιν του. Ἐπορφυρώθη ὁ λόφος τῆς Ἀντιγόνης, ὄπισθεν τῆς ὁποίας ἐκρύβη τὸ λευκὸν τῆς ἡμέρας ἄστρον, εἰσδῦσαν, ὡς τολμηρὰ κολυμβήτρια, ἐντὸς τῆς χρυσοκυάνου Προποντίδος.

Αὐτὰ ὅλα ἂν καὶ δὲν μ' ἀρέσουν διόλου, μὲ διεσκέδασαν ἀρκετὰ καὶ μάλιστα, τόσῳ ἀπερροφήθην, προσπαθοῦσα νὰ διακρίνω τὴν τολμηρὰν κολυμβήτριαν ἡ ὁποία ἐπέστρεψε τώρα καὶ ἐξεκουράζετο ἐξαπλωμένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, ἐνῷ ὀλίγοι βόστρυχοι ὑγροὶ διέφευγον ἐκ τοῦ ἀδιαβρόχου καλύμματος τῆς κεφαλῆς της, ὥστε ὅταν τὴν ἀνεγνώρισα καὶ ἡτοιμάσθην μὲ χαρὰν νὰ ψιθυρίσω «ἡ Οὐραν…» ᾐσθάνθην μίαν χεῖρα ἐπὶ τοῦ ὤμου μου καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τοῦ ἐξαδέλφου μου ψιθυρίζουσαν:

− Ἀγαπητὴ Εὐλαλία, σωστὴ ποιήτρια!

Ἐταράχθην, ἐκοκκίνισα καὶ ἐγύρισα αὐτὴν τὴν φορὰν μὲ ἔκπληξιν ἀνυπόκριτον, τείνουσα τὴν χεῖρά μου πρὸς τὸν ἐξάδελφόν μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἐβοήθησε νὰ ἐγερθῶ. Τότε εἶδον καὶ τὸν ξένον, τὸν ὁποῖον δι' εὐκολίαν ὠνόμασα «χρυσωρυχεῖον» καὶ ἔτεινα πρὸς αὐτὸν τὴν χεῖρα μου, τὴν ὁποίαν ἐδέχθη εὐγνωμόνως καὶ ἔθλιψεν ἐλαφρῶς.

− Μὰ τί ἔκαμνες ὁλομόναχη 'ς αὐτὸ τὸ ἔρημο μέρος;

− Ἄχ, Ἀλκιβιάδη, γιατὶ νὰ μ' ἐξυπνήσῃς ἀπὸ τὸ ὡραῖον ὄνειρον, εἰς τὸ ὁποῖον μ' ἔρριψεν ἡ φύσις!

− Ἦτο τόσο ἀπογοητευτική ἡ ἀφύπνισις; εἶπε τὸ «χρυσωρυχεῖον» μετὰ μελαγχολικῆς πικρίας.

− Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ δὲν γνωρίζω τὴν γλῶσσαν τῶν σαλονιῶν, εἶμαι λιγάκι ἀγρία. Πταίω ἂν σᾶς εἶπα μίαν ἀλήθειαν; Τὴν φύσιν, τὴν ὁποίαν ὀνομάζομεν ἔξοχον, ἀδίκως τὴν ἀγαπῶ; εἶνε φίλη ὡραία, εὐαίσθητος, ἐχέμυθος, ἔχει ὅλα τὰ προνόμια φίλης, δι' αὐτὸ δὲν συνέδεσα φιλίαν μὲ ἀνθρώπινον πλάσμα καὶ συνομιλῶ μὲ τὴν γραῖαν φίλην μου, τὴν κυρίαν φύσιν, ἡ ὁποία μοῦ λέγει τόσα πράγματα..

− Τί εὐτυχὴς ἡ φύσις!

− Διότι δὲν ἀποθνῄσκει;

− Εἶνε πολὺ μικρὸν αὐτὸ τὸ προσόν· εἶνε εὐτυχὴς διότι ἀγαπᾶται.

− Τῆς ἀξίζει.

− Ἀπόψε δὲν θὰ εἶσθε εἰς τὸν χορόν;

− Ἀλήθεια, Εὐλαλία, ἀπόψε θὰ χάσῃ ὁ χορὸς τὴν ἀνεγνωρισμένην βασίλισσάν του.

− Δὲν ἀγαπῶ καθόλου αὐτὴν τὴν γλῶσσαν. Ἂν ἐξακολουθῇς κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, addio, δὲν ἔρχομαι.

− Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνως ἀντιτάσσεται. Ἤμην τόσῳ ὑπερήφανος ποὺ θὰ ἐστηρίζετο ἡ reine du bal εἰς τὸν βραχίονά μου. Ἀγαπητὴ Εὐλαλία, λυπήσου με.

Εἴχομεν προχωρήσει πρὸς τὸν ἐλαιῶνα καὶ εἶδα τὴν μαμὰ μὲ μίαν φίλην της νὰ τρέχουν πρὸς ἀνακάλυψίν μας ἀνήσυχοι.

Ἐχαιρέτησα τοὺς δύο νέους ἀφοῦ εἶπα:

− Μὴ λυπῆσαι, ἀπὸ τώρα, πιθανὸν νὰ ἔλθω, καὶ ἐστηρίχθην εἰς τὸν βραχίονα τῆς μαμᾶς, ἡ ὁποία μὲ ἠρώτα μὲ ἀνυπομονησίαν.

− Ὅταν φθάσουμε στὸ ξενοδοχεῖο ὅλα θὰ σᾶς τὰ 'πῶ χωρὶς νὰ ξεχάσω οὔτε ἕνα καί, μὰ τώρα ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μᾶς ἀκούσουν.

Ὁ χορὸς ἐδίδετο εἰς τὸ σχολεῖον τῆς κοινότητος καὶ ὁ ἐξάδελφός μου μᾶς παρεκάλεσε νὰ ρίψωμε μιὰ ματιὰ ἐπὶ τῆς διακοσμήσεως.

Δὲν ἔλειπαν τὰ περσικὰ χαλιά. Αἱ σημαῖαι, τὰ ἄνθη, ἰδίως τὸ ἄνθινον πλαίσιον, τὸ ὁποῖον ἔστεφε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀγαπητοῦ μας Σουλτάνου, ἦτο καλλιτέχνημα.

Εἰς μίαν γωνίαν τῆς αἰθούσης, ἦσαν ἐκτεθειμένα τὰ ἐργόχειρα τὰ ὁποῖα ἐργάζονται μὲ τόσην καλαισθησίαν τὰ μικρὰ χεράκια τῶν κορασίων καὶ τὰ ὁποῖα ἐκτίθενται εἰς λαχεῖον, τὸ προϊὸν τοῦ ὁποίου, ἑνούμενον μετὰ τοῦ προϊόντος τοῦ χοροῦ, εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα τῆς σχολῆς πρόσοδος.

Ἔφαγα εἰς τὴν κοινὴν τράπεζαν καὶ ὁ κύριος «χρυσωρυχεῖον» τόσῳ ἐφρόντιζε νὰ μὲ περιποιῆται, ὥστε ἐλησμόνει νὰ τρώγῃ.

Ἐνῷ ἐπαίρναμε τὸν καφὲ μοῦ εἶπε:

− Ἀλήθεια, θὰ ἔλθετε στὸ χορό; τί εὐτυχία!! Μοῦ δίδετε τὸ πρῶτο βάλς; εἶμαι ἀπαιτητικός;

− Τὸ πρῶτο βάλς; δηλ. τὸ δικό μου πρῶτο· διότι ἐγὼ θὰ ἔλθω ἀργὰ καὶ θὰ μείνω ὀλίγον. Δὲν εἶμαι πολὺ καλά. Τὸ βάλς τὸ ἔδωκα τοῦ ἐξαδέλφου μου.

− Ὥστε μοῦ μένει ἡ κατρίλια, νὰ ἐλπίσω;

− Ναί.

Ξεύρεις τί δύναμι ἔχω στὸν ἑαυτό μου. Ἀμέσως πῆρα ἕνα ποτῆρι κονιάκ, ἄλειψα τὸ πρόσωπόν μου μὲ λανολίνην καὶ ἔπεσα στὴν κλίνην μου, ὅπου ὁ ὕπνος, ὁ ὁποῖος θά μοῦ ἔδιδε χρώματα ὡραῖα, δὲν ἤργησε νὰ μ' ἐπισκεφθῇ ὡς νὰ τὸν εἴχα παραγγελία, ἢ ὡς νὰ τὸν διέταξεν ἡ μεγαλόφθαλμος Ἥρα.

Αἱ τρελλαὶ κόραι ποὺ δὲν κατορθώνουν νὰ κοιμηθοῦν, πρὶν νὰ ὑπάγουν στὸ χορό!! Πόσαι χάνουν διότι δὲν κοιμῶνται καὶ δὲν τρώγουν ἀπὸ τὴν συγκίνησίν των!!

Ἡ μαμὰ ὅμως ἠγρύπνει ἡ καϋμένη, διὰ νὰ μ' ἐξυπνήσῃ στὰς ἕνδεκα.

Ἐξύπνησα καὶ ἔπλυνα τὸ πρόσωπόν μου μὲ χλιαρὸ νερὸ καὶ ἐφόρεσα ὀλίγη χλωμὴ πούδρα. Ἔπρεπε νὰ μὲ βλέπῃς μέσα εἰς τὸ bleu ciel surah φόρεμά μου. Θὰ σοῦ ἐφαινόμην θεότης φανταστικὴ ἢ νεράϊδα τῆς Προποντίδος, ὅπως ὁ κύριος «χρυσωρυχεῖον» μὲ ὠνόμασε. Τὰ μαλλιά μου ἐχρύσιζον πολύ, ἀλλὰ διὰ νὰ χρυσίζουν περισσότερον, ἐσκόρπισα πολλὴ χρυσῆ πούδρα ἐπάνω των. Τὰ ἄνθη μου ἦσαν δροσερά, ὡραῖα καὶ ἡ καμέλια μου μεγαλοπρεπής, ὅπως ἡ δέσποινά των. Μέσα ἀπὸ τὰ μετάξινα γάζα ἐπεφαίνετο ἕνα τρίγωνον τοῦ στήθους μου, διὰ τὴν μαρμάρινον τοῦ ὁποίου λευκότητα ἐξώδευσα ὅλο τὸ κουτάκι τῆς πούδρας.

Μέσα στὴ σάλα τοῦ χοροῦ ἦσαν πολλαὶ ὡραῖαι, μὰ ὅλαι ἔχασαν ἀπὸ λιγάκι, διότι ἄλλαι ἐκουράσθησαν, ἄλλων αἱ ἐνδυμασίαι ἐζάρωσαν, καὶ διότι τέλος πάντων τὰ βλέμματα συνείθισαν νὰ τὰς βλέπουν ἐπὶ τόσας ὥρας νὰ γυρίζουν εἰς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου τὴν ἀγκάλην.

Διέκρινα τὴν ἀνίαν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ «χρυσωρυχείου» μου, ἀλλ' ἅμα μὲ ἀνεγνώρισεν ὑπὸ τὴν νέαν καὶ μεγαλοπρεπῆ αὐτὴν μεταμόρφωσίν μου, τόσῳ ὡραίαν, τόσῳ θριαμβευτικήν, οἱ ὀφθαλμοὶ του ἀπήστραψαν καὶ ἐκαρφώθηκαν ἐπάνω μου μὲ ἀνυπόκριτον ἐνθουσιασμόν.

Ἐγώ, καθὼς βέβαια θὰ τὸ ὑποθέτῃς, προσποιήθηκα πὼς δὲν τὸν εἶδα.

Ἤλθαν οἱ καλλίτεροι νέοι, νὰ ἐγγραφοῦν εἰς τὸν κατάλογον τῶν συγχορευτῶν μου, ἀλλ' ὅλοι εὗρον τὴν αὐτὴν τύχην.

Τόσῳ ὁ κύριος «χρυσωρυχεῖον» ἔμεινε μαγευμένος νὰ μὲ βλέπῃ χορεύουσαν τὸ πρῶτον μου βὰλς μὲ τὸν εὐτυχῆ ἐξάδελφον, ὥστε ἐλησμόνησε νὰ χορεύσῃ καὶ ἐκεῖνος, ὅτε πρὸς μεγάλην του δυσαρέσκειαν, ὁ κ. Τ.. ἔχων ἀδελφὴν γιὰ ξεπούλημα καὶ νομίσας ὅτι τὸ «χρυσωρυχεῖον» ὡς ξένος συστέλλεται νὰ ζητήσῃ συγχορεύτριαν, τοῦ προσέφερε τὴν ἀδελφὴν του, ἡ ὁποία εἶχε μία ὡραία ἐληὰ στὸ λαιμὸ της, ἡ ὁποία ἐψιθυρίζετο πὼς ἦτο τεχνητή.

Ἐγὼ ἔκαμα ἕνα περίπατον καὶ ἐζήτησα ἕνα παγωτό.

Τριγύρω μου ἐσχηματίσθη εὐρύτατος κύκλος καὶ ἤρχισε μία συνδιάλεξις, τῆς ὁποίας τὸ καιόμενον λιβανωτὸν ἀπευθύνετο πρὸς ἐμέ.

Ἦλθε καὶ τὸ «χρυσωρυχεῖον» μὲ τὴν ντάμα του καὶ ἐχαιρέτησε μελαγχολικῶς.

Ὅταν μετέβημεν εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ χοροῦ καὶ ἡ μουσικὴ ἤρχισε τὸ προανάκρουσμα, ὁ λέων αὐτὸς ὁ ἀσυγκίνητος ἦλθε δειλὸς καὶ συνεσταλμένος, νὰ μοῦ ὑπενθυμίσῃ τὴν ὑπόσχεσίν μου.

Θέλεις περισσότερα; εἰς ἐκεῖνον τὸν εὐτυχισμένον τετράχορον εἴπαμε τόσα πολλὰ ὥστε… δὲν μᾶς ἔμεινεν ἄλλο ἀπὸ τὸν παπᾶ καὶ τὰ στεφάνια.

Δὲν ἦτο ὅμως «χρυσωρυχεῖον» ὁ Νικόλαος, ἦτο δηλ. ἀληθινὸν χρυσωρυχεῖον ἀρετῶν καὶ καλῶν αἰσθημάτων, ἀλλὰ πλούσιος δὲν ἦτο.

Εἶμαι ὅμως εὐτυχὴς μὲ τὸν Νῖκο μου, μ' ἀγαπᾷ, τὸν ἀγαπῶ καὶ εἴμεθα ἕνα ἀπὸ τὰ 'λίγα εὐτυχισμένα ἀνδρόγυνα.

Τώρα, αὐτὰ σοῦ τὰ ἔγραψα διὰ νὰ προσπαθήσῃς νὰ ὠφεληθῇς ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν των, ἂν ὅμως σοῦ φανοῦν μέσα ἀνίερα καὶ ταπεινωτικά, πταίεις σύ.

Νομίζεις ὅτι καὶ οἱ ἄνδρες δὲν παίζουν τέτοια παιγνίδια; Ἄ… αὐτοί, ἅμα κρυφοδιαλέξουν καμμίαν κυρίαν «χρυσωρυχεῖον», ἀμέσως μὲ σπάνιον διὰ τὸ φῦλον των τέχνην παίζουν τεμάχια κωμῳδιῶν καὶ δραμάτων, μὲ τόσην τελειότητα, τόσα ἀνέκδοτα διηγοῦνται μονομαχιῶν καὶ ἐρωτικῶν θριάμβων, ὥστε πολλάκις κατακτῶσιν μὲ τοιούτους ἀκροβολισμοὺς τὸ πολιορκούμενον ἐπιτελεῖον, ἂν δὲν τὸ φυλάττουν Κέρβεροι, δηλ. γονεῖς καὶ λοιποί, καταφεύγουν εἰς μέσα βίαια καὶ ἀληθῶς ἀνίερα − ἐκ τῶν ὁποίων ἕν εἶνε εἰς ἡμᾶς γνωστόν: ἡ ἀπαγωγή.

Ὥστε βλέπεις ὅτι μακάριοι οἱ ἀπατῶντες! ἄφησε τὰς γεροντικὰς ἰδέας σου καὶ ἂς σὲ παρασύρῃ ἓν σφοδρὸν ρεῦμα, τὸ ὁποῖον παρασύρει τόσους καὶ τόσους… Λοιπόν… χά, χά, χά, χά.

Φαντάσου, ἢ προσπάθησον νὰ φαντασθῇς τίνος εἰρωνικὸν προσωπάκι ἀνεκάλυψα πίσω ἀπὸ τὸν ὦμο μου, νὰ διαβάζῃ αὐτὰς τὰς ἐμπιστευτικὰς γραμμάς… Ὁ Νῖκος διάβασε ὅλα τὰ κατορθώματα τῆς Λιλῆς του, ἐκεῖνος τώρα ἐννοεῖ νὰ βάλῃ ὑποσημειώσεις καὶ νὰ προσθέσῃ θαυμαστικά, διαμφισβητοῦντα τὴν αὐθεντικότητα τῆς διηγήσεώς μου. Διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῶ ἐφίλησα τρεῖς φορὰς τὰ ματάκια του, καὶ τὸν ἔβαλα νὰ ὑπογράψῃ αὐτὸ τὸ γράμμα, διὰ νὰ μὴ ὑπάρξῃ κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ εἴπῃ ὅτι ἐμεγάλωσα τὴν τέχνην μου. Εἶνε ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Νῖκος μου τὴν τέχνην μου τὴν ὠνόμασε καλλιτεχνίαν μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν γραμμῶν αὐτῶν καὶ ἐγὼ τὸν ἐτιμώρησα μὲ ἕνα νέον φίλημα.

Σὲ γλυκοφιλῶ, ὄχι σὲ γλυκοφιλοῦμεν (ἔτσι τὸ θέλει ὁ κύριος Νῖκος).

Ἡ Εὐλαλία σου.