Ο καπετάν Σάββας

Από Βικιθήκη
Ο καπετάν Σάββας
Συγγραφέας:


Τὰ δύο μεγάλα κόμματα εἰς τὸ χωριὸ ἦσαν τὸ "πεῦκο"καὶ τὸ "σμέρτο". Τὰ σμέρτα ἦσαν οἱ δυνατώτεροι. Τί ψῆφοι, μὰ καὶ τί ἀρχηγός! Ὁ καπετὰν Σάββας, πρῴην πάρεδρος, ἐργολάβος μικρῶν δημοσίων καὶ δημοτικῶν ἔργων, ἄνθρωπος καθὼς πρέπει ὅπως τὤλεγε καὶ μόνος του! Τὸ μεγαλείτερον ὅμως προσόν του ἦτο νὰ εἶναι ἕνας φωνακλᾶς πρώτης δυνάμεως, ὅστις εἶχε κατορθώσει νὰ σύρῃ ὀπίσω του ὅλον τὸν κόσμον, τὸν ἁπλοϊκὸν ἐκεῖνον κόσμον τῆς Σαπρισταίνης. Ὅλοι τὸν ἐκύταζαν στὰ μάτια, καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμη τὰ παιδιά, ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ περνᾷ καμαρωτός, ἄφιναν ταῖς ἀμάδαις διὰ νὰ τοῦ φωνάξουν "σμέρτο!" καὶ "ζήτω τοῦ καπετὰν Σάββα!" Καὶ αὐτὰ ἐγίνοντο καθημέραν, κάθε στιγμήν, καὶ ἦτο αἰωνίως τριγύρω του μία βοή, μία χαρά, εἷς διαρκὴς θρίαμβος. Τὸ μεγάλο ὅμως ἰδίως τὸ κακὸ ἐγίνετο ὅταν εἰσήρχετο, ἢ μᾶλλον εἰσέβαλλεν εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ κόμματος. Ὅλοι παρῄτουν τότε τὰ χαρτά, − ἡ τράπουλα ἦτο ἡ συνειθισμένη των δουλειὰ εἰς τὴν Σαπρίσταινα, − καὶ ἤρχιζαν μὲ γαϊδουρινὰς φωνὰς "σμέρτο", "σμέρτο!" ποῦ ἐπήγαινε νὰ πέσῃ τὸ ταβάνι τοῦ καφενέ. Τέλος πάντων ἐπανήρχετο ἡ γαλήνη καὶ ἡ κοντσίνα καὶ ἡ πρέφα, πρὸς στιγμὴν ὑποχωρήσασαι, ἐφαίνοντο ἐπανακτῶσαι τὸ κράτος των. Ἀλλ' ὅταν ὁ καπετὰν Σάββας εἶχε πλέον πιῇ τὸν καφέ του, φουμάρει τὸν ναργιλέ του, ξεδιπλώσει τὸν "Πέλεκυν", ἐφημερίδα τῶν ἀρχῶν τοῦ κόμματος, ἐκδιδομένην εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Νομοῦ, καὶ ἦτο ὅλος κέφι, ὤ, τότε ἤρχιζαν αἱ συζητήσεις καὶ τὰ μεγάλα ἀστεῖα τοῦ καπετὰν−Σάββα καὶ αἱ τράπουλαι ἀπετίθεντο ὁριστικῶς. Εἶπα συζητήσεις· ἀληθέστερον θὰ ἦτο νὰ εἴπω δημηγορίας, τὰς ὁποίας ὁ καπετὰν−Σάββας ἐτελείωνε πάντοτε μὲ τὴν αὐτὴν ἐπῳδόν:

− Πάφ, πίφ! Μαῦρο τοῦ κυρίου Ἰωσήφ!

Δύναμαι νὰ σᾶς περιγράψω τὸ τί ἐγίνετο εἰς τὰς λέξεις αὐτάς; Τοὺς γέλωτας, τὰς ἐπιδοκιμασίας, τοὺς ὠρυγμούς: −Μαῦρο! Μαῦρο! Κάτω ὁ ἀρχικλέφταρος!

Ὁ κύριος Ἰωσήφ, − Ἰωσὴφ Παστρικόπουλος, − ἦτο ὁ δήμαρχος, δήμαρχος ἐπὶ δύο περιόδους, ὁ ὁποῖος εἶχε πλέον ἀπομείνει σχεδὸν χωρὶς φίλους εἰς Σαπρίσταιναν. "Ποιὸς καταδέχεται νὰ γυρίσῃ νὰ τὸ ἰδῆ πιὰ τὸ παλῃάλογο! ἔλεγεν ὁ καπετὰν Σάββας. Φέρνει τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἀπανώστρατη γιὰ νὰ κλέψῃ, χτίζει τὴν Ἁγιὰ Μαρίνα γιὰ νὰ κλέψῃ, πάει τὸ δρόμο στὰ Λιοτρίβια γιὰ νὰ κλέψῃ, χτίζει τὸ Δημοτικὸ σχολειὸ γιὰ νὰ κλέψῃ, φτιάνει τὴν ξυλένια σκάλα κάτω στὴ θάλασσα γιὰ νὰ κλέψῃ. Ἔχει φέρει τὸν κόσμο ἴσα μὲ 'δῶ, −καὶ ἔψαυε τὸ κάτω χεῖλος του, − ὁ λωποδύτης!"

−Μαῦρο τοῦ κλέφτη! ὠρύοντο οἱ θαμῶνες τοῦ καφενείου τὸ "Σμέρτον".

Ἀλλὰ τὸ μεγαλείτερον δημαγωγικὸν μέσον τοῦ καπετὰν Σάββα ἦτο τὸ ζήτημα τοῦ φωτισμοῦ τῆς πρωτευούσης τοῦ δήμου, τὴν ὁποίαν ὁ Παστρικόπουλος εἶχε προικίσει μὲ φανοὺς πετρελαίου. Αὐτὸ εἶχε πειράξει πολὺ τὴν φιλοτιμίαν τῶν Σαπρισταινιτῶν.

− Θὰ εἴσαστε ἀφιλότιμοι ἂν πάρῃ κι' ἕνα μονάχο ἄσπρο στὸ τμῆμα, ἔλεγεν ὁ καπετὰν Σάββας. Νὰ πλερώνωμε 'μεῖς γιὰ νἄχουν φανάρια στοὺς Βάους, οἱ μυλιόρδοι!

Τέλος πάντων μ'αὐτὰ καὶ μ' αὐτὰ εἶχεν ἀποκτήσει μεγάλην ἐπιρροὴν ὁ καπετὰν Σάββας. Δὲν ἐτόλμα ὅμως νὰ θέσῃ ὁ ἴδιος τὴν ὑποψηφιότητά του. Τὸν ἐκτυποῦσαν δυνατὰ εἰς Βάους· εἶχεν ἐκτεθῇ μὲ τὸ ζήτημα τῶν φαναριῶν. "Ὅταν χωρισθῇ ὁ δῆμος παιδιά", τοὺς ἔλεγε· καὶ ὅλοι τοῦ ἀπεκρίνοντο "πάμψηφος, πάμψηφος!". Ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑπεστήριζε τὸν κ. Ἀλέκον Ἰωάννου ἢ Ξωτάρην, ἓν κτῆνος πρώτης τάξεως, ἕνα ἠλίθιον μηδενὸς τὸν φθόνον διεγείροντα. Ὁ Ξωτάρης εἶναι ἐκεῖνος περὶ οὗ ὁ "Πέλεκυς" ἔγραφεν ἐν τῷ τελευταίῳ αὐτοῦ φύλλῳ: "Ὁ κ. Ἰωάννου ἔσται ὁ κράτιστος τῶν δημάρχων τῆς ἐπαρχίας, ὁ τύπος τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φιλοπόλιδος δημάρχου, ὅστις ἄλλως ἔξει δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα τὸν ἀληθῶς πολύμητιν καὶ βαθὺν γνώστην τῶν ἀναγκῶν τοῦ δήμου Πλακουντιδέων κ. Σάββαν Καλοκαταφέρνην, τὸ φόβητρον τῶν φαυλεπιφαύλων ὀλετήρων ἑνὸς τῶν λαμπροτάτων τοῦ ὅλου κράτους δήμων. Οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες ἔσονται οἱ σωτῆρες δήμου, ἀξίου καλλιτέρας τύχης, ὃν κατεβαράθρωσεν ἡ ἀσύγγνωστος ἀπονία τῆς ἀτίμου φατρίας τῶν μητραλοιῶν, τῆς συσπειρωθείσης περὶ τὸν ἄθλιον Παστρικόπουλον. Καθ' ἃ ἐπιστέλλουσιν ἡμῖν ἐκ Σαπρισταίνης ἡ ἐπιτυχία τοῦ κ. Ἰωάννου εἶναι ἀπὸ τοῦδε ὑπερεξησφαλισμένη".

Ἐννοεῖται ὅτι ὁ καπετὰν Σάββας δὲν παρέλειψε νὰ ἀναγνώσῃ ταῦτα εἰς ἐπήκοον πάντων, ἐξηγῶν ὅπως ἤθελε καὶ ὅπως ἠδύνατο τὰς ἐν αὐτῷ ἑλληνικούρας, καὶ νέος παρήχθη ἐνθουσιασμός.

Τὰ πάντα λοιπὸν ἔβαινον κατ' εὐχὴν καὶ ἡ ἐπιτυχία τῆς ἐκλογῆς δὲν ἦτο παρὰ ζήτημα χρόνου. Τὸ "σμέρτον" ἐκυριάρχει πανταχοῦ, ἐνῷ τὸ "πεῦκον" οὐδαμοῦ ἐφαίνετο, καὶ ἐψιθυρίζετο ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ καφενεῖον τοῦ ἀντιπάλου κόμματος, ἔμελλε νὰ τὰ τινάξῃ λίαν προσεχῶς, ἐλλείψει θαμώνων. Ὅτε μίαν πρωΐαν ἐγνώσθη ἐξαίφνης ὅτι ὁ δήμαρχος, συνοδευόμενος καὶ ὑπό τινος μηχανικοῦ, εὑρίσκετο ἐν αὐτῇ τῇ Σαπρισταίνῃ πρὸ ὀλίγου καταφθάσας καὶ δὴ εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίναν, τὸν ναὸν τοῦ ὁποίου ἡ ἀνοικοδόμησις ἦτο κατόρθωμά του.

Οἱ φανατικώτεροι ἐκρύβησαν ἢ ἀπῆλθον εἰς τοὺς ἀγρούς των· οἱ ἄλλοι ὅμως, ὁ ὄχλος ὁ περίεργος, συνέρρευσαν περὶ τὸν ναὸν ὅπου ἤκουσαν τὸν δήμαρχον χαρούμενον καὶ θριαμβεύοντα νὰ ἀφηγῆται πῶς ἔπειτα ἀπὸ πολλὰς ἐνεργείας κατώρθωσε νὰ πείσῃ τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ παλαιὸν συνδημότην των καὶ συγγενῆ του Νίτσην, βαμβακέμπορον, ν' ἀναλάβῃ τὴν διακόσμησιν τοῦ ναοῦ καὶ μάλιστα τὴν κατασκευὴν τῶν στασιδίων, τὰ ὁποῖα ἀπετέλουν ἓν ἀπὸ τὰ μεγάλα ζητήματα εἰς τὴν Σαπρίσταινα: "Κοτζὰ ἐκκλησιὰ οὔτε μ' ἕνα στασίδι!" Ἐπειδὴ δὲ τὸ διατιθέμενον ὑπὸ τοῦ Νίτση ποσὸν ἦτο ἀρκετὰ γενναῖον, ὁ δήμαρχος ἐσχεδίαζε καὶ τὴν ἀνανέωσιν τῶν κατεστραμένων καὶ πεπαλαιωμένων θρανίων τοῦ σχολείου καὶ τὴν ἀποπεράτωσιν τῆς μικρᾶς ξυλίνης προκυμαίας, "διὰ νὰ μὴ θαλασσοπνίγεται ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ βαπόρι". Ἤρχετο λοιπὸν ὁ χρυσοῦς αἰὼν εἰς τὴν Σαπρίσταιναν. Ἤδη ὁ δήμαρχος εἶχε λάβει καὶ τὸ ποσὸν καὶ τὴν πληρεξουσιότητα νὰ φροντίσῃ.

Ὁ κ. Παστρικόπουλος διεκήρυξεν ὅτι δὲν ἤθελε τὰ χρήματα νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Σαπρίσταιναν. Ὅτι ὅμως διὰ τὰ κοσμήματα τοῦ ναοῦ ἦτο δυστυχῶς ἠναγκασμένος νὰ φέρῃ τεχνίτας ἀπ' ἔξω. Ἀλλὰ διὰ τὰ στασίδια, διὰ τοὺς πάγκους καὶ τὴν ἀποβάθραν οἱ μαραγκοὶ δὲν χάθηκαν. Ἔχομε στοὺς Βάους, ἀλλὰ δὲν θέλω· καλλίτερα οἱ Σαπρισταινιῶτες! Ἐργολάβο μονάχα νὰ δώσῃ ὁ θεὸς ναὕρωμε καλόν!

Εἰς τὸ καφενεῖον, εἰς τὰ σπίτια, τὸ βράδυ, ἄλλη ὁμιλία δὲν ἔγινε. Ποιὸς θὰ πάρῃ τὴ δουλειά, ἀφοῦ ὁ Καλοκαταφέρνης εἶναι μαλωμένος μὲ τὸν Δήμαρχο! Καὶ τί δουλειά! τί δουλειά!

Τὴν ἐπαύριον ὅταν ὁ καπετὰν Σάββας ἐφάνη εἰς τοὺς δρόμους δὲν ἦτο καθὼς πάντοτε φρέσκος, κόκκινος, γελαστός. Ἦτο καθὼς πάντα καμαρωτός, ἀλλὰ μελαγχολικὸς καὶ ἐφαίνετο ὡς νὰ ἠγρύπνησεν ὁλόκληρον τὴν νύκτα. Τοῦτο ἦτο ἀληθές, καὶ ἐπειδὴ δὲν λείπουν ποτὲ οἱ πονηροὶ καὶ οἱ χαιρέκακοι, πλέον τοῦ ἑνὸς τὸν ἠρώτησαν τάχα μὲ ἀδιαφορίαν.

− Τοῦ λόγου σου, καπετὰν Σάββα, θὰ φιάξῃς τὰ στασίδια, τοὺς πάγκους καὶ τὴ σκάλα 'στὸ λιμάνι; Καλὴ δουλειὰ ὅπως λέγουν, ἀπάνω ἀπὸ ἑφτὰ ὀχτὼ χιλιάδες δραχμαῖς! Ἂν δὲν τὴν πάρῃς ἐλόγου σου, ποῦ εἶσαι ὁ μόνος ἐργολάβος ἀπὸ 'δῶ πέρα, ποιὸς θὰ τὴν πάρῃ!

Ποῦ τοῦ ἤρχετο νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ στὰ μοῦτρα!…

Καὶ τὴν δευτέρα νύκτα δὲν τὴν ἐπέρασε καλλίτερα· "μωρὲ ἐγὼ γι' αὐταῖς τῆς ἔρημαις ἐργολαβίες κάνω ὅλο τὸ πατιρντὶ καὶ νὰ τὴν πάθω σὰν ἀγράμματος!" Καὶ τὸ χειρότερον, ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα ὁ Σάββας Καλοκαταφέρνης δὲν ἐτόλμα πλέον νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴν πόρτα του. Τόσον κακὸ τοῦ ἔκαμεν ἡ ἰδέα ὅτι καὶ πάλιν ἠδύναντο νὰ τὸν ἐρωτήσουν "Τοῦ λόγου σου κλπ.". Ὅταν δὲ ἐσυλλογίζετο τί δουλειὰ ἔφευγεν ἀπὸ τὰ χέρια του, "διὰ νὰ εἶναι μπλεγμένος μ' αὐτὸν τὸν τζερεμέ, τὸν Ξωτάρην" τοῦ ἤρχετο νὰ σκάσῃ. "Ποῦ τὤξερα μωρ' ἐγὼ πῶς ἔχει χρυσοσκάθαρο στὴν Ἀλεξάντρα! Κι' ἄν φέρουν καὶ τα νερά; Τότε εἴμαστε γιὰ νὰ φύγωμε".

Ἐπήγαινε νὰ τρελλαθῇ. Ἦλθε ἐν τούτοις καὶ ἡ τρίτη ἡμέρα καὶ ὁ Δήμαρχος ἦτο ἀκόμη εἰς Σαπρίσταιναν· ὁ πονηρὸς Παστρικόπουλος ἐπερίμενεν.

Ἐξέφραζε τὴν ἀπορίαν του πῶς δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἐργολάβος εἰς Σαπρίσταιναν διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἐργασίαν, καὶ τὴν μεγάλην του λύπην ὅτι ἦτο ἠναγκασμένος νὰ καλέσῃ ξένον. Ὅταν δὲ τὸν ἐπληροφόρησαν, − τάχα δὲν τὸ ἤξευρε, − ὅτι ὁ μόνος τῆς προκοπῆς ἐντόπιος 'σ αὐτὴ τὴ δουλειὰ ἦτο ὁ Καλοκαταφέρνης, εἶπε: "Μὰ τὸν ἐχθρόν μου πάλιν, ἀδελφέ. Μὰ ὡς ἐκεῖ, ὄχι. Ἔπειτα θὰ ἐσηκώνοντο, καὶ μὲ το δίκῃο τους, εἰς τοὺς Βάους νὰ μὲ πνίξουν". Ἔπειτα ὡσὰν νὰ ἐσκέφθη ἐπὶ βραχὺ προσέθηκε μὲ τόνον διστακτικόν: "Ἐκτὸς πλέον ἂν ἔλθῃ μαζί μας· ἔ, τότε κἄπως μπαλώνεται τὸ πρᾶγμα…".

Ὁ καπετὰν Σάββας τὰ ἔμαθεν ὅλα αὐτά. Ἐσκέφθη, ἐζύγισεν ὅλα τὰ ὑπὲρ καὶ κατά, καὶ ἀπεφάσισε νὰ βάλῃ κατὰ μέρος τὴν ἐντροπήν. Ξεγλύστρισε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὸ σπίτι εἰς τὸ πρῶτο σούρπωμα, ἦτο ἡ πέμτη ἡμέρα τῆς ἐν Σαπρισταίνῃ διαμονῆς τοῦ δημάρχου, καὶ ὅταν τὸ σκοτάδι ἦτο πλέον ἐντελές, ἐκτύπα εἰς τὴν ὀπισθίαν θύραν τῆς οἰκίας ἐν τῇ ὁποίᾳ διέμενεν ὁ δήμαρχος. Τοῦ ἤνοιξαν· εἰσῆλθε μὲ βῆμα ὀλίγον ἀσταθές. Ἦλθε στιγμὴ καθ' ἣν τοῦ ἦλθεν ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸ στρίψῃ. Σὰν ὀλίγον χονδρὸν αὐτὸ ποῦ ἤθελε νὰ κάμῃ. Ἔπειτα πάλιν ἐπροχώρησεν· ἐπάνω δὲ εἰς αὐτὰ ἰδοὺ καὶ ὁ δήμαρχος φιλομειδέστατος, προσηνέστατος, μὲ τὴν καρδίαν εἰς τὰ χείλη.

− Μπᾶ! καλῶς τὸν Καπετάνιο! Πῶς ἦταν τοῦτο. Τόσαις μέραις ἐδῶ καὶ δὲν σὲ εἴδαμεν. Μπρὲ καπετάνιος ἐδῶ, καπετάνιος ἐκεῖ. Ἐγὼ ἔλεγα μήπως ἤσουν ἄρρωστος. Καὶ σήμερα μάλιστα λογαριάζαμε μὲ τὸν μηχανικὸ νἄρθωμε νὰ σὲ ἰδοῦμε.

− Καλὲ τί λές, κύριε Δήμαρχε, δικό μας χρέος νἄρθωμε. Μὰ πιστεύεις πῶς δὲν τὤξερα. Κἄτι ρημάδια ἔχουμε ὄξω καὶ εἶχα πάει ὡς ἐκεῖ.

Ἡ κουβέντα ἔστρωσε· τὰ τσιγάρα, ὁ καφὲς ἐπηκολούθησαν. Νὰ τοὺς ἔβλεπε κανεὶς εἰς τὸν καναπὲ γόνα μὲ γόνα θὰ ἔλεγεν ὅτι τὸ ὀλιγώτερον ἦσαν ἀδελφοί. Μιὰ ὥρα ὅμως ὁλόκληρος εἶχε περάσει καὶ οὐδὲ λέξις περὶ στασιδίων, περὶ θρανίων, περὶ μώλου. Ὁ Καλοκαταφέρνης ἤρχισε νὰ στενοχωρῆται. Εἰς τὰ κούφια λοιπὸν θὰ ἐπήγαινε ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωσις; Ἦλθε λοιπὸν σὰν τοῦ μπούφου τὸ πουλὶ νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἐχθρὸν τὸ δικαίωμα νὰ λέγῃ αὔριον χλευάζων "ἦρθε καὶ ὁ καπετάνιος, φαίνεται γιὰ τὴν ἐργολαβίαν· ἀλλὰ τοῦ δώκαμε τὰ παπούτσια. Ὄξω τὰ σμέρτα!" Τὸ κεφάλι του ἤρχισε νὰ στριφογυρίζῃ· δὲν ἠσθάνετο καλά. Μπρὸς φωτιὰ καὶ πίσω ρέμα. Ἀλλ' ἐδῶ ποῦ ἔφθασε καλλίτερα ἐμπρός. Ἔστριψε ἕνα νέο τσιγαράκι, ἔσκυψε τἄναψε ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ Δημάρχου, ἔβηξε δυὸ τρεῖς φοραῖς καὶ προέβη.

− Αἶ, κὺρ Δήμαρχε, γιὰ τὴν Ἁγιὰ Μαρίνα δὲν μᾶς εἶπες τίποτες, οὔτε γιὰ τοὺς πάγκους, οὔτε γιὰ τὸ μῶλο. Ηὕρατε μαστόρους;

− Ἂχ, τί νὰ στὰ λέω, καπετὰν Σάββα· εἶμαι πολὺ στενοχωρημένος μ' αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι. Δὲν ἤθελα νὰ τὴν πάρω τὴν δουλειὰ ἀπὸ τοὺς Σαπρισταινιῶτες· μὰ ἔλα ποῦ κανένας δὲν εἶναι ἐδῶ γιὰ νὰ πάρῃ αὐτὴν τὴν ἐργολαβία! Τοῦ λόγου σου, ἀλήθεια, ἤσουν ἄλλοτε στὴ τέχνη μὰ τἄφησες τόρα βέβαια μὲ τὰ χτήματα.

− Ἆ, μὲ συγχωρεῖς κὺρ Δήμαρχε, ἔτσι εὔκολα δὲν ξεχνηέται ἡ τέχνη. Δέκα χρόνους ἔκαμα στὴν Ἀθήνα. Ἔπειτα ἐδῶ δὲν εἶχα πάρει πέρυσι τὰ στασίδια τῆς Παναγίας κάτω στὸ Κουτουλειό; Τὰ εἶδες τί πράμματα εἶναι!

− Ἀλήθεια, ἀλήθεια καπετὰν Σάββα μοῦ τὤπανε. Σοῦ εἶπα, τὤξευρα πῶς εἶσαι γερὸς τεχνίτης καὶ καλὸς ἐργολάβος. Μήπως καὶ τὸ δρόμο στὴ Φάουσα δὲν τὸν ἔφιαξες περίφημα. − Ὁ Σάββας ἐδάγκασε τὰ χείλη του. Ὁ δρόμος στρωμένος μὲ βότσαλο ἀπὸ τὸ ποτάμι εἶχε σκορπίσει τὸν δεύτερον μῆνα. − Ἔπρεπε καὶ νὰ σὲ παρακαλέσωμε μαλιστα, ἐπανέλαβεν καλοκαγάθως ὁ Δήμαρχος. Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. Μὰ ἔλα αὐτὰ τὰ καταραμένα τὰ κόμματα· θὰ μὲ πνίξουν στοὺς Βάους. Δὲν τὰ ξέρεις;

Ὁ Σάββας Καλοκαταφέρνης ἐγένετο ἀναιδής.

− Τί κόμματα καὶ ξεκόμματα, κύριε Παστρικόπουλε, ἐμένα μοῦ λὲς γιὰ κόμματα, δίνω 'γὼ μιὰ πεντάρα γιὰ τὰ κόμματα; Ἀκοῦς τόρα ποῦ χωρατεύομε καμμιὰ φορά! "Σμέρτο" φωνάζουν τὰ παιδιά, "σμέρτο" τοὺς λέγω κι' ἐγώ. Τί θέλεις νὰ τοὺς πῶ! Αὔριο σὰν μείνῃ ἡ δουλειὰ σ' ἕνα Σαπρισταινιώτη οὗλοι θὰ ποῦν "πεῦκο!" Κ' ἐμένα θὰ μοῦ ποῦν πὲς "πεῦκο!" Αἷ, τί θέλεις νὰ κάνω τότε; "Πεῦκο" θὰ φωνάζω κ' ἐγώ. Ζήτω τὸ πεῦκο!

Ὁ κ. Ἰωσὴφ Παστρικόπουλος ἐφάνη τότε γεμάτος ἀπὸ συγκίνησιν.

− Δίκαιο ἔχεις ἀδελφὲ Σάββα, ἔτσι εἶναι, μιλεῖς σὰν καλὸς πατριώτης. Μὰ ἔλα ποῦ τὰ θηρία στοὺς Βάους δὲν τ' ἀκοῦν αὐτά; 'Κεῖνοι μόνον ὅταν σὲ ἰδοῦν μὲ τὴ σημαία τοῦ πεύκου μπροστά, θἄρθουν σὲ θεογνωσία. Ἆ, τότε μὰ τὸ θεό, ἔχω κουράγιο νὰ σοῦ δώσω σκάλα, θρανία, ὅλα τὰ στασίδια καὶ ὅλα τὰ τέμπλα τοῦ δήμου. Κι' ἀλήθεια ξέρεις ποῦ ὁ μπάρμπα Νίτσης λογαριάζει νὰ μᾶς φέρῃ καὶ τὸ νερό; "Νάτο, ποῦ τὤλεγα" εἶπε μέσα του ὁ Σάββας.

− Ὅτι θέλεις νὰ γίνῃ, ἐβόησεν ὁ Σάββας Καλοκαταφέρνης. Τί ἀνάγκη ἔχω, μήπως εἶμαι κανένας κολαοῦζος τοῦ Ξωτάρη! Πότε θὰ φύγῃς;

− Αὔριο!

− Λοιπὸν αὔριο θἄχωμε διαδήλωσι· οὔλο καὶ πεῦκο. Θὰ ἰδῇς!

Ἔδωκαν τὰ χέρια. Ὁ καπετὰν Σάββας ἠθέλησε νὰ φύγῃ. Ἀλλ' ὁ δήμαρχος ἐπερίμενε κόσμον. Τὸν ἐκράτησε, τὸν ἔβαλε στὰ δεξιά του καὶ μετ' ὀλίγον ὁλόκληρο τὸ χωριὸ ἐσείετο ἀπὸ τὴν μεγάλην εἴδησιν. Ἂν ἐξαιρέσῃ κανεὶς ὀλίγους στενοκεφάλους, ὀλίγους πεισματάρηδες καὶ ὀλίγους φθονερούς, ὅλοι οἱ ἄλλοι εὑρέθησαν εὐχαριστημένοι.

− Μὼρ' τί ἔξυπνος ἄνθρωπος ὁ καπετὰν Σάββας!

Πρὸ πάντων εὐχαριστήθη τὸ πολυάριθμον συγγενολόγι τοῦ Καλοκαταφέρνη. Ἡ νεολαία πρὸ παντὸς ἔκαμε λαμπρὰ τὸ μέρος της. Οἱ ζωηρότεροι ἐπῆγαν μὲ τοὺς πυρσοὺς μέσ' τὰ μεσάνυκτα καὶ ἐξύπνησαν τὸν καφετζῆ φωνάζοντες "κάτω τὸ σμέρτο", "ζήτω τὸ πεῦκο". Κι' ὁ καφετζῆς ποῦ τὰ εἶχε μάθει ὅλα καὶ εἶχε λάβει ἐγκαίρως τὰ μέτρα του σὰν φρόνιμος καὶ προοδευτικὸς ἄνθρωπος, παρουσιάσθη μὲ μίαν πελωρίαν κλάραν πεύκου, προκαλέσας φρενίτιδα ἐνθουσιασμοῦ. Τὸ "σμέρτον" κατεβιβάσθη καὶ ἐποδοκυλίσθη καὶ ὑπερήφανος ἡ εὔχρωμος πεύκη ἐνεκαθιδρύθη ἐπὶ τοῦ προστεγάσματος τοῦ καφενείου. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ καπετὰν Σάββας ἐμάζευεν εἰς τὸ σπίτι του τοὺς ὑπαρχηγοὺς τοῦ κόμματος καὶ ἀφοῦ εἶπε στὴν κυρὰ Σάββαινα "πιάσε κρασὶ ἀπ' τὸ καλὸ βαρέλι, Βασιλικώ", ἤρχισεν ἐξηγῶν τὸν νέον προσανατολισμὸν τοῦ κόμματος. "Τί νὰ κάνῃς, ἀδερφέ. Νὰ γελάῃ ἔπειτα ὅλος ὁ κόσμος μαζί μας. Ἐμεῖς δὲν πᾶμε γιὰ κόμμα, πᾶμε γιὰ τὸ χωριό. Τοῦ χωριοῦ τὸ καλὸ νὰ γίνῃ καὶ στάχτη καὶ μπούλμπερη κι' ὁ Ξωτάρης καὶ τὸ καλό του. Καλὸς καὶ τίμιος ὁ χριστιανός, δὲ σοῦ λέω, μὰ γαϊδοῦρι ἀδερφέ, νά, τάβλα. Τὸν εἴχανε μυρισθῇ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ θ' ἀπομέναμε μονάχοι. Θὰ μᾶς φεῦγαν τὰ κουκιὰ καὶ θὰ μᾶς ἔμενε ὁ κύριος Ἰωάννου ἢ Ξωτάρης μὲ τὸ κολλάρο. Θὰ μοῦ πῇς ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατρεγάρος. Μὰ ἔτσι σὲ θέλουν σήμερα· ξύπνησε ὁ κόσμος. Ἔπειτα ὁλοῦρμι νὰ χάσωμε τὸν Νίτση, τὸ χρυσοσκάθαρο. Γιὰ κυττᾶχτε καλὰ νὰ μὴ μᾶς σφάξουν ἐδῶ μέσα!… Ἔλα, τὸ κρασί, Βασιλικώ".

Τὴν ἑπομένην τὰ τούμπανα ἤρχισαν ἀπὸ τὸ πρωΐ. Ὁ δήμαρχος ἀπήρχετο εἰς Βάους. Ὁλαι αἱ οἰκίαι τῆς κυρίας ὁδοῦ τοῦ χωρίου εἶχον πευκοστολισθῇ· καὶ μόνον τέσσαρες, τέσσαρες καὶ μόνον, εἰς τὸ ἄκρον αὐτῆς εἶχαν κλείσει ἑρμητικῶς τὰ παράθυρα, διατηρήσασαι καὶ τὸ παλαιόν των σῆμα, τὸ "σμέρτον". Ἡ διαδήλωσις τοῦ καπετὰν Σάββα εἶχεν ἀληθῶς ἔκτακτον ἐπιτυχίαν. Ἐμπρὸς ἐπήγαινε ἡ μαρίδα· πεῦκο γιὰ πεῦκο δὲν εἶχε μείνει. Ἔπειτα δυὸ ζυγιὲς τούμπανα καὶ ἡ πίπιζα, κατακηλοῦσα τὰ ὦτα ὁσάκις τὸ ἐπέτρεπαν αἱ ὠρυγαὶ τῶν διαδηλωτῶν. Κατόπιν ἤρεχετο αὐτὸς οὗτος ὁ Σάββας Καλοκαταφέρνης, μὲ μίαν τεραστίου μεγέθους σημαίαν εἰς τὰ στιβαρά του χέρια. Εἰς τὸ μέσον ἔφιπποι ὁ δήμαρχος καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς Βάους συνοδία, μὲ τὰ κλαδάτα μαλακὰ παπλώματα, ποὖχαν φροντίσει οἱ Σαπρισταινῖται, ἐπάνω στὰ σαμάρια. Νὰ μᾶς ζήσῃ ὁ δήμαρχος! Ἐφώναζαν καὶ αἱ γυναῖκες ἀπὸ τὰ παράθυρα· ὅταν ἐπέρασαν δὲ ἀπὸ τῆς καπετάνισσας, τῆς κυρᾶ Σάββαινας, ἐκεῖ ἔγινε πλέον τὸ μεγάλο τὸ κακό. "Νὰ δυναμώνῃ ὁ πεῦκος μας!" ἐφώνιζε μὲ τὴν πλέον ὀξεῖαν καὶ τὴν πλέον συρίζουσαν φωνὴν ποῦ εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῆτε ἡ κυρία Βασιλικώ, μὲ τὴν πράσινη τὴ στόφα καὶ τὴν ἄσπρη της τὴν σάρπα, τὸ μοῦτρο της μπαγδατὶ ἀπὸ τὸ φιασίδι καὶ τὸ κοκκινάδι, καὶ νά σου πανέρια ὁλόκληρα ἀπριλιάτικα τριαντάφυλλα ἐπάνω στὸν κὺρ Δήμαρχον.

Τόρα ὅμως ἡ συνοδία ἔφθασεν ἐμπρὸς εἰς τὰ τέσσαρα σπίτια, τὰ κλεισμένα καὶ τὰ πένθιμα τῶν "θανατικῶνε". Κανεὶς δὲν ἐφαίνετο. Ἀπὸ τὰ δώματα ὅμως ἐπάνω μιᾶς τῶν οἰκιῶν αὐτῶν ὠχρά, μισοκλαμμένα, μισοφοβισμένα ἐθεῶντο τὸν θρίαμβον τοῦ ἐχθροῦ, κρυμμένα ὀπίσω ἀπὸ τὰ πεζούλια τὰ παιδιὰ τῶν ἀδιαλλάκτων, ἀδιάλλακτα καὶ αὐτά, πικραμμένα σὰν τοὺς γονεῖς των, χωρὶς καλὰ καλὰ νὰ ἠξεύρουν τὸ διατί. Ἡ μαρίδα ὅμως ἡ ἡγουμένη τῆς διαδηλώσεων τὰ ἐμυρίσθη, τὰ ἀνεκάλυψε· "κάτω τα ζαγάρια τοῦ Ξωτάρη!". Τότε τὰ παιδιὰ δὲν ἐβάσταξαν πιά. Πετάχθηκαν ἀπὸ τὰ πεζούλια. "Κάτω οἱ ποσαπέρνηδες! κάτω οἱ πουλημένοι!" Οἱ συνομήλικοι κάτωθεν τοὺς ἀπήντησαν διὰ λιθοβολίας καὶ εὐχερῶς ἐννοεῖται οἱ ὀλίγοι μικροὶ ἐξετοπίσθησαν. Ἡ ἀγανάκτησις ὅμως τοῦ πλήθους ἦτο μεγάλη, "κρύφθηκαν κι' ἔβαλαν τὰ παιδιὰ νὰ μᾶς βρίσουν!" Ὁ δήμαρχος προσεπάθει νὰ τοὺς καταπραΰνῃ· ὁ καπετὰν Σάββας ὅμως ἔβραζεν ἀπὸ θυμὸν "ἄχ, ἡ σαποκοιλιαῖς θὰ μοῦ τὸ πληρώσουν!". Ἔπειτα ὡς νὰ τοῦ ἦλθε στιγμιαία τις ἔμπνευσις παρεμέρισεν ἀποτόμως δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ πλῆθος καὶ ὁρμήσας μὲ ἀνεστραμμένην τὴν πελωρίαν σημαίαν του ἐκτύπησε δὶς μετὰ λύσσης διὰ τοῦ κοντοῦ τὸ πλησιέστερον παράθυρον μιᾶς τῶν κλεισμένων οἰκιῶν καὶ μὲ ἀπιστεύτου δυνάμεως φωνὴν ἐβρυχήθη "πάφ, πίφ, ἄσπρο τοῦ κυρίου Ἰωσήφ!"