Ο γενναίος Μυλωνάς

Από Βικιθήκη
Ο γενναίος Μυλωνάς
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή διηγημάτων Αητοί και λελέκια.


Ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπ' τὸ Μοναστήρι καμαρώνει τὸ μάτι ἕνα ψηλό, ἕνα κατάφυτο κι ὁλοπράσινο βουνό, ποὺ λέγεται Περιστέρι, ὄνομα καὶ πρᾶμα, τὸ βουνὸ μὲ τὰ πολλά, τὰ κρούσταλλα, νερὰ καὶ τὶς ἀστείρεφτες ἀνάβρες, ποὺ ἠχολογᾶνε ψηλά, σκεδὸν στὴν κορφή του, σκηματίζοντας λιμνίτσες. Στὸ ρίζωμα τοῦ Περιστεριοῦ καὶ σὲ μαγεφτικὴ τοποθεσία εἶναι τὸ μικρὸ χωριὸ Μπρουσνίκ. Χωριὸ καθαφτὸ τῶν μυλωνάδων. Ἀπὸ τὰ ἑκατὸ σπίτια ποὔχει τὰ σαράντα ὡς τὰ πενῆντα εἶναι νερόμυλοι, ποὺ ἡ βουή τους ξαπλώνεται πέρα στὸν κάμπο.

Ἕνας, ὁ μεγαλήτερος νερόμυλος, ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σὅλους τοὺς ἄλλους εἶναι τοῦ Ἀναστάση, τοῦ νέου μουχτάρη τοῦ χωριοῦ. Ὁ Ἀναστάσης διαδέχτηκε στἀξίωμα τοῦτο τὸ θείο του μυλωνὰ κἐκεῖνον, ποὺ ξαφνικὰ βρέθηκε μιὰν ἀβγὴ στὸ μύλο του σφαγμένος ἀπὸ τοὺς Βουργάρους, γιατὶ δὲν ἤθελε φαίνεται νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὶς προσταγές τους.

Οἱ κομιταντζῆδες καὶ στὸ Μπρουσνὶκ ἐργαζόντουσαν ἀπὸ καιρὸ μὲ φανατισμὸ βάνοντας σ' ἐνέργεια ὅλα τὰ καταχθόνια σκέδιά τους. Εἴχανε καταφέρει νἀλλαξοπιστήσουνε πολλοὶ χωριανοί, ἄλλοι ἀπὸ φόβο κι ἀπὸ ἀσυνειδησία, ἄλλοι ἀπὸ συμφέρο. Κατώρθωσαν νὰ κλείσουνε γιὰ χρόνια τώρα τὴ νιόχτιστη ἐκκλησούλα τοῦ χωριοῦ, ποὺ ὑψονότανε λεφκή, λεφκή, πέρα σἕνα βουναλάκι τριγυρισμένο ἀπὸ δέντρα. Τὸ χωριὸ διαιρεμένο τώρα σὲ δυὸ ἀντίθετα στρατόπεδα τρωγόντουσαν ὁλημέρα.

Ὁ Ἀναστάσης ὁ μυλωνᾶς, ὁ νέος τοῦ χωριοῦ μουχτάρης, ἔκανε πάλι τώρα τοὺς Βουργάρους νὰ λυσσάσουν ἀπ' τὸ κακό τυος καὶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ χαίρωνται, γιατὶ εἴχανε ἐμπιστοσύνη στὴν τιμιότη, στὴν ἀξιωσύνη του, στὸ χαραχτῆρα του τὸν ἀλύγιστο καὶ σιδερένιο κι ὅλοι πιστέβανε, πὼς ὁ ἀνιψιὸς θὰ περνοῦσε τὸ θειό του τὸν ἀδικοσκοτωμένο στἀξίωμα τοῦ μουχτάρη. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Ἀναστάσης τὄδειχνε, μόλις πῆρε τὸ διορισμό του καὶ παράλαβε τὴ σφραγίδα τοῦ χωριοῦ. Πιὸ σοβαρός, πιὸ στοχαστικὸς καὶ πιὸ μετρημένος σὲ ὅλα του, καὶ στὰ λόγια του καὶ στὰ ἔργα. Πάει πιὰ δὲν εἴτανε ὁ Ἀναστάσης ὁ μυλωνᾶς τοῦ χωριοῦ μονάχα, εἴτανε ὁ μουχτάρης, δηλαδή, ὁ ἄρχοντάς του, ὁ ἀρχηγός του, ὁ ἀντιπρόσωπός του. Ἀφτὸς τώρα τὸ παράδειγμα σὅλους. Ἀφτὸς θὰ τοὺς ὁδηγῇ, θὰ τοὺς συμβουλέβῃ, θὰ τοὺς διαφεντέβῃ, ἀφτὸς θὰ ξομαλύνῃ τὶς μικροδιαφορές τους, τὶς φιλονικίες τους. Ἀμή;

Σὰ νἀλάργεψε ὁ Ἀναστάσης ἀπὸ τὴν καθαφτὸ δουλειά του ὅσο κι ἂν δὲν τὴν παραιτοῦσε καὶ σὰ νἄμπαινε σὲ ψηλότερο κύκλο ἐνέργειας. Ὅλο τὸ χωριὸ τὄνοιωθε ἀπάνου του. Μεγάλη του ἡ εὐθύνη καὶ μεγάλο τὸ χρέος του. Ἀρχίνησε νἀρέσῃ στὸ μυλωνᾶ ἡ σκέψη ἡ πολλή.

Συλλογιζότανε ὧρες ὁλόκληρες γιὰ ξένες τώρα δουλειὲς καὶ γιὰ τὶς ὑπόθεσες τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ βρίσκῃ τρόπο νὰ βολέβῃ τὰ πράματα ποῦ χρειαζόντουσαν σκέδια, στρατηγική, διπλωματία καὶ πολιτική. Συχνὰ τὴν ἀβγὴ καὶ τἀπόβραδο γύρεβε τὴ μοναξιὰ κι ἀποτραβιότανε ψηλὰ στὸ βουνό, καὶ ἀπὸ κάτου σὲ καμιὰν ὀξὰ ἢ πάνου σὲ κανένα βραχάκι, καθότανε καὶ κατάστρωνε τὶς ἰδέες του καὶ συλλογιζότανε ὁ Ἀναστάσης.

Γίνηκε μουχτάρης σὲ μέρες πονηρὲς ποὺ κιντύνεβε τὸ χωριό του κι ὁλόκληρη ἡ Πατρίδα καὶ περισσότερο ὁ ἴδιος γιἀφτό του τὸ ἀξίωμα. Ἔπρεπε νἀγωνιστῇ, νὰ παλαίψῃ, νὰ πολεμήσῃ μὲ πολλοὺς καὶ φοβεροὺς ὀχτρούς. Νωπὸ ἀκόμα τὸ μνῆμα τοῦ θειοῦ του, ποὺ ὁ φριχτὸς θάνατός του τὸν ἔκανε νἀνατριχιάζῃ σύγκορμος.

Μὲ τὸ ἄλλο μάτι τώρα ὁ Ἀναστάσης ἔβλεπε τὰ πράματα ἀπὸ ψηλὰ ἀγναντέβοντας.

Πρῶτα, πρὶ νἄχῃ τὶς ἔνοιες τοῦ μουχτάρη, σὰν τύχαινε νὰ κοιτάξῃ ὁλόγυρά του, σὰν ἁπλὸς μυλωνᾶς μποροῦσε νὰ φιλοσοφῇ. Τἀστείρεφτο νερὸ ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ Περιστέρι καὶ βροντολογοῦσε στὸν καταράχτη τοῦ μύλου, πολὺ ἔφκολα νὰ τὸ παρμοιάζῃ μὲ τὸ διάβα τοῦ καιροῦ, μἕνα ρολόϊ ποὺ μετροῦσε τὶς στιγμὲς ποῦ γλιστροῦσαν καὶ φέβγανε. Ἔπειτα ὁ μύλος ποὺ ἄλεθε, καὶ οἱ μυλόπετρες, ἐφκολώτερα νὰ χωρέσῃ στὸ νοῦ του, πὼς παρωμοιάζανε τὴ ζωὴ, τὸν κόσμο μὲ τὰ βάσανα, μὲ τῆς δουλειᾶς καὶ τοῦ μυαλοῦ τὴν ἔγνοια.

Μὰ τώρα ποὺ οἱ σκέψεις του εἴχανε πάρει κάποιον ἄγνωστο καὶ ψηλότερο δρόμο, βάνοντας στὸ νοῦ του τὴν καλητέρεψη τῆς τύχης τῆς Πατρίδας, τὸν ἀγῶνα της, τὸ ματοκύλισμά της, τὴν ὑπεράσπισή της, λογιάζοντας τὴ ραγιαδικὴ ζωὴ καὶ λαχταρώντας τὴν ἀβγὴ τῆς Λεφτεριᾶς, ἄλλην ἐντύπωση κάμανε στὸν Ἀναστάση ἀφτὰ τὰ ἴδια πράματα.

Τὸ ἴδιο του τὸ αἴστημα, τὸν καημό του, τἄχτι του καὶ τὴ λαχτάρα του, ἔνοιωθε πὼς εἴτανε τὸ νερὸ τἀστείρεφτο κι ἀδιάκοπο ποὺ κατέβαινε ἠχολογώντας ψηλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάβρα τοῦ βουνοῦ καὶ ἡ μυλόπετρα ποῦ στρυφογύριζε γιὰ τἄλεσμα ἡ καρδιά του. Σωστὸς νερόμυλος τώρα μέσα του, ὁ ἴδιος ὁ μυλωνᾶς, ἡ καρδιά του μαζῆ κι ὁ νοῦς του ἕνας ἀθώρητος νερόμυλος. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι, ποὺ τὸ φιλότιμο του πρόσταζε νὰ δειχτῇ ἐκδικητὴς τοῦ θειοῦ του, λεφτερωτὴς τοῦ χωριοῦ, λεφτερωτὴς τοῦ κατάκλειστου Ἅγιου, τἀλειτούργητου τώρα χρόνια κάμποσα, πέρα, ἐκεῖ, στὸ βουναλάκι κα`ιστὴ νιόχτιστη ἐκκλησούλα του, ποὺ λὲς καὶ παραπονεμένος τὸν ἔκραζε πάντα καὶ τὸν ἐκαρτεροῦσε; Ἐκδίκηση καὶ Δόξα ἀποζητοῦσε ὁ Ἀναστάσης καὶ τὰ δυὸ μὲ τὸ δίκιο του.

Δὲν ἡσύχαζε ὅσο ἄκουγε ὁ μουχτάρης, ὅσο ἔννοιωθε τὸ χωριὸ νὰ βογγάῃ καὶ νὰ καταριέται γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησιᾶς τοὺς Βουργάρους. Πολλοὶ νεκροὶ ἀγαπημένοι θαφτήκανε ἀδιάβαστοι κι ἀλειτούργητοι, καημὸς τῶν Χριστιανῶν μεγάλος. Ἡ φροντίδα γιὰ τὸ ἄνοιγμα τῆς ἐκκλησιᾶς εἶχε φάῃ καὶ τὸ θειό του. Ἀνέβρασε τὸν τόπο τώρα ὁ νέος μουχτάρης, ἀναφορὲς καὶ κόντρα ἀναφορὲς στὸ Βαλῆ, τρεξίματα στὴ χώρα, στὸ δεσπότη καὶ σ' ὅλους τοὺς τρανούς, ἀπάνου κάτου, πέρα, δῶθε, μὲ τοὺς ἐφόρους, μὲ τὸν παππᾶ καὶ μὲ τὸ δάσκαλο, μιὰ βδομάδα, δυὸ, τρεῖς, πέντε, ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ δόθηκε ἡ ἄδεια νἀνοιχτῇ ἡ ἐκκλησία.

Νὰ, ἡ Δόξα ποὺ χαμογέλαγε τώρα στὸν ἁπλό, στὸν ταπεινὸ τὸ μυλωνά.

Ἀντηχάει τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ τρέχουν οἱ πιστοὶ στὸ βουναλάκι τὁλοπράσινο νὰ προσκυνήσουνε. Ἀναμένα τὰ καντύλια ὅλα τοῦ Ἅγιου, εὐωδιασμένο τὸ λιβάνι ξεχύνεται ὁλόγυρά του, ἀναγαλλιάζει κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλες ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀναστάση.

Τὸ δειλινὸ τὴν ἄλλη μέρα πάνου ποὺ ἀντιλαλοῦσε γλυκὰ τῆς ἐκκλησιᾶς ἡ καμπάνα ὁ μυλωνᾶς βγῆκε στὸ ξάγναντο, ψηλά, μονάχος.

Ἔπερνε δρόμο τώρα ἡ φαντασία του μὲ τὸν ἀγέρα τῆς νίκης. Κι ὁ νοῦς τοῦ μυλωνᾶ ὅλο καὶ σὲ ψηλότερες καὶ ποιητικὲς σφαῖρες πετοῦσε.

Ἀγναντέβει, ὅλο τὸ χωριὸ κι ὅλους τοὺς μύλους, κάνει καὶ τὸ λογαριασμό του. Τόσοι Χριστιανοί, τόσοι Βούργαροι. Λογαριάζει τοὺς μυλωνάδες, κανένας Βούργαρος. Φχαριστιέται, πὼς κανένας συνάδερφός του δὲν εἶναι ἄπιστος. Καμαρώνει τοὺς νερόμυλους καὶ περιφανέβεται. Ἀκούει ποὺ γοργοκυλᾶνε τὰ νερά τους, ποὺ κατεβαίνουν ψηλὰ ἀπὸ τὶς ἀνάβρες τοῦ βουνοῦ ἀστείρεφτα κι ἀδιάκοπα κι ἀντιβουΐζουνε ὡς κάτου, πέρα, στὸν κάμπο, σὰν κελαηδήματα, σὰ μεγαλόφωνα τραγούδια, ποὺ ἐξυμνοῦνε τὸ μεγαλεῖο τῆς Πατρίδας καὶ τὴν πολυπόθητη κι ἀλλοίμονο ὠνειρεμένη ἀκόμη Λεφτεριὰ στὴ σκλαβωμένη χώρα καὶ οἱ μυλόπετρες ὅλες ποὺ στριφτογυρίζουνε μὲ τἀλέσματα, ὁ λαὸς ὁ πολύπαθος, ὁ πολυβασανισμένος, οἱ παλληκαρήσιοες ψυχὲς μὲ τὴ θυσία ποὺ τοὺς χρειαζόντουσαν κάποιοι ἄλλοι ἀθώρητοι κι ἀθάνατοι μύλοι καὶ μυλόπετρες γιὰ νὰ ξαναγεννηθοῦνε καὶ νἀναστηθοῦνε καὶ νὰ θαυματουργήσουνε.

- Ἀμ δέ! Ποῦ νὰ τοὺς βροῦνε οἱ Βούργαροι τέτοιους μύλους; Ἂν εἴχανε κἐκεῖνοι μύλους ψηλά στόνε τόπο τους δὲ θἄτανε τέτοιοι. Ἄχ, τὶ καλὰ νὰ μὴν εἴχανε διόλου μύλους. Μὰ μπορεῖ; Ἃ, νά, ξέρω τί μύλοι θὰ ταιριάζανε σὲ κείνους. Νά, τίποτες ἀνεμόμυλοι ποὺ νὰ δουλέβανε μονάχα μὲ τὸν ἀγέρα. Ποὺ ἔτσι καὶ τοὺς ἔσπαζε κανένας τὰ φτερά, στόπ. Κόκκαλο.

Καὶ γελοῦσε τότες ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὁ φτωχὸς μυλωνάς, κάμνοντας τὶς πιὸ παράξενες σκέψεις.

Τὶς ἐβγενικές, τὶς γενναῖες σκέψεις του, ὅσο κι ἂν φαινόντουσαν παράξενες, ὅλα τὰ χρυσὰ ὄνειρα τοῦ Ἀναστάση, τὴν ἀνεμοζάλη σὰν ἀστροπελέκι, ἦρθε νὰ ξαφανίσῃ τὴν ἴδια βραδιὰ στὸ μύλο του τὸ μήνυμα τὸ φοβερὸ κι ἀναπάντεχο, πὼς οἱ Βούργαροι πιάσανε τὸ μικρότερό του τὸ παιδί, δέκα ὡς δώδεκα χρονῶν ἀγόρι. Βουβὸς καὶ ἀμίλητος ἀπὸ τὸν πατρικό του πόνο ὁ δύστυχος μυλωνᾶς. Λεπίδι ποὺ τοῦ θέριζε τὰ σπλάχνα τὸ σκλάβωμα τοῦ παιδιοῦ του, κι ἀστροπελέκι, ἕτοιμο νὰ πέσῃ στὸ κεφάλι του τὸ σφάξιμο ποὺ πρόσμενε τὸ γιό του. Ὅλα τώρα μάβρα γύρω στὰ μάτια τοῦ δύστυχου πατέρα. Ἀπ' τὸ σπίτι τὸν διώχνανε τὰ κλάματα τῆς μάννας καὶ τῶν ἀδερφιῶν, στὸ χωριὸ τὸν πλήγοναν τὰ λόγια τῶν ἄπιστων, ποὺ εἴτανε μὲ τὸ μέρος τῶν Βουργάρων καὶ τοὔδιναν ἐλπίδες γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ του. Στὸν ἔρμο του τὸ μύλο καμιὰ παρηγοριά. Τὸ μάτι του ἀποζητοῦσε τὴν ὄψη τοῦ παιδιοῦ του καὶ τἀφτί του ἀφογκραζότανε μὴν τάχα κι ἀκούσῃ τὴ φωνή του, τὸ στερνό του ἀπελπισμένο κράξιμο.

- Πατέρα, γλήτωμε, γιατὶ μὲ σφάζουν.

Ἄχ, ἔχουνε κ' ἐκεῖνοι μύλους οἱ καταραμένοι, μύλους ποὺ ἀλέθουνε καρδιὲς βασανισμένες καὶ κορμιὰ μικρῶν παιδιῶν, αἱματοποτισμένους μύλους, ἀχόρταγους, γεμάτους προδοσὲς καὶ ἀτιμίες. Μὰ ποιὸς Θεὸς θὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ κάνουν προκοπή;

Μὰ τίποτις, κανένας λόγος καὶ καμιὰ σκέψη δὲν τὸν παρηγοροῦσε.

Ἔτσι, μὲ φριχτὴ ἀγωνία πέρασαν κάμποσες μέρες γιὰ τὸ μυλωνᾶ.

Ὅταν μιὰν ἀβγὴ στὸ μύλο του ἤρθανε ζητώντας τον ἀπὸ ἕνα γειτονικὸ χωριὸ μαντατοφόροι.

- Ἢ θὰ γίνῃς Βούργαρος ἢ τὸ παιδὶ του σφάγουμε.

Ἕνα τέτοιο μήνυμα τὸ περίμενε ὁ λιονταρόψυχος ὁ μυλωνᾶς.

Οἱ μαντατοφόροι προσμένουν τὴν ἀπάντηση κι ἀπόφαση ἀμίλητοι τοῦ ἀπελπισμένου πατέρα.

Ὁ Ἀναστάσης ἀφαιρημένος, σὰ νὰ ταξειδέβῃ ὸ νοῦς του, στέκεται, σὰν ἀποβλακωμένος μέσ' στὸ νερόμυλό του.

Ἔτοιμα γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχυθοῦν τὰ δάκρυα, τοῦ πατέρα, σὰν τὸ τρεχάμενο κι ἀστείρεφτο νερὸ τοῦ μύλου. Ἔτοιμη νὰ τρίξῃ ἡ καρδιά του σὰν τὴ μυλόπετρα ποὺ στριφτογύριζε. ´Ετοιμος νὰ πῇ πὼς γίνεται Βούργαρος. Μὰ νοιώθει πὼς δὲν ἔχει μήτε δύναμη μήτε στόμα τέτοιο νὰ ξεστομίσῃ λόγο.

Περνάει λιγάκι κἔρχεσαι πάλι στὰ σύγκαλά του. Γυρίζοντας κοιτάζει τοὺς μαντατοφόρους καὶ συλλογίζεται.

Ἐβλογημένη σκέψη! Κάτι θυμήθηκε, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ κοκκινήσῃ ἀπὸ ντροπὴ κι ἀπὸ θυμό. Τὴ γυναῖκα του καὶ τἄλλα του παιδιά, τὴν ἐκκλησιά, τὸ θειό του τὸ σφαγμένο. Μετασάλεψε πηδώντας ἀπ' τὴ θέση του καὶ βρέθηκε σιμὰ στὴ σανίδα ποὺ ἀκούμπαγε πάνου στὴ μυλόπερτα καὶ σιγότρεμε πάντα κἔκανε νὰ κατρακυλάῃ πάνου της καὶ νὰ πέφτῃ τὸ σιτάρι, σπειριά, σπειριά, γιὰ νἀλεστῇ. Ἡ σανίδα ἡ τρεμάμενη τοῦ μύλου εἴτανε κείνη τὴ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ μυλωνᾶ.

Πάει, πῆρε τὴν ἀπόφαση. Μὲ φωνὴ ποὺ λὲς καὶ σκέπαζε τὸ βογγητὸ τοῦ μύλου γυρίζει καὶ λέει στοὺς μαντατοφόρους.

- Τί θέλετε ἀπὸ μένα; Νὰ φύγετε ἀμέσως καὶ νὰ πῆτε στοὺς φονιάδες, πὼς ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα παιδὶ καὶ νὰ μὴ μὲ φοβερίζουνε. Ὅσο γιὰ τὶς παραγγελιές τους, δὲ θέλω νὰ ξέρω. Δὲ θέλω νἄχω κανένα παιδί.

Δὲ μίλαγε ὁ μυλωνᾶς· τὰ λόγια του λὲς καὶ βροντοφώνησε ὁλάκαιρος ὁ μύλος στἀφτιὰ τῶν ξένων, ποὺ μόλις τἀκούσανε φέβγουν τρομαγμένοι στὴ στιγμή.

Μὰ ὅταν οἱ ξένοι φύγανε ἡ καρδιά τοῦ μυλωνᾶ, ὸ βράχος καὶ τἀλύγιστο τἀτσάλι τσάκισε. Στεκότανε ἀκόμα κοντὰ στὴν τρεμάμενη σανίδα τοῦ μύλου, ποὺ ἀπάνωθέ της κατρακυλοῦσε τὸ σιτάρι σπειριά, σπειριά, γιὰ νἀλεστῇ. Μαζῆ μὲ τὰ σπειριὰ τοῦ σιταριοῦ κατρακυλίσανε, σὰ διαμάντια φωτεινά, τὰ δάκρυα τοῦ πατέρα καὶ τὸ βογγητὸ τοῦ νερόμυλου κοντοκόπηκε ἀπὸ τοὺς θλιβεροὺς λυγμοὺς ποὺ ξεσπάσανε μέσ' ἀπὸ τὰ στήθια τοῦ λιονταρόψυχου Μακεδόνα.