Οδύσσεια (Μετάφραση Εφταλιώτη)/κ

Από Βικιθήκη
Οδύσσεια
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αργύρης Εφταλιώτης
Ραψωδία κ


Στῆς Αἰολίας τὸ νησὶ τότε ἤρθαμε, ποῦ ζοῦσε
τοῦ Ἱππότη ὁ γιὸς ὁ Αἴολος, τῶν θεῶν ἀγαπημένος·
νησὶ πλεούμενο· χαλκὸς τειχὶ τὸ περιζώνει,
γερὸ σὲ ὀρθὰ καὶ γλιστερὰ θεμελιωμένο βράχια.
Καὶ δώδεκα εἶχε αὐτὸς παιδιὰ μὲς στ' ὥριο του παλάτι,
ἕξη κοπέλλες, κι ἕξη γιοὺς, τῆς ὥρας παλληκάρια.
Στὶς ἕξη θυγατέρες του δίνει γαμπροὺς τοὺς γιούς του,
ποὺ ζοῦνε μὲ τὸν κύρη τους καὶ μὲ τὴν ἄξια μάνα,
καὶ μύρια χαίρουνται μαζὶ πιοτὰ καὶ καλοφάγια.
Ὁλήμερα γεμάτο ἀχὸ καὶ τσίκνα τὸ παλάτι,    10
κι ὁλονυχτὶς πλαγιάζουνε μὲ τὰ καλά τους ταίρια,
πάνω σὲ μαλακὰ χαλιὰ καὶ σκαλιστὰ κρεβάτια.
Σ' αὐτῶν τὴ χώρα φτάσαμε καὶ τὰ λαμπρὰ παλάτια.
Μήνα μὲ ξενοφίλευαν καὶ καθετὶς ρωτοῦσαν,
γιὰ τὸ Ἴλιο, γιὰ τοὺς Ἀχαιοὺς, τὰ πλοῖα, τὸ γυρισμό τους·
κι ἐγὼ τοῦ τὰ δηγόμουνα μὲ τὴ σειρά καθένα.
Μὰ σὰν τοῦ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ μὲ ξεπροβοδώση,
ὄχι δὲν εἶπε, μόν' καλὴ προβόδωση μοῦ κάνει.
Ἔγδαρε βόδι ἐννιάχρονο, καὶ μοῦ 'δωσε τ' ἀσκί του
μὲ κάθε ἀνέμου βουητεροῦ φυσήματα γεμάτο·    20
τὶ ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου φύλακα τὸν εἶχε τῶν ἀνέμων,
νὰ παύη ἢ νὰ σηκώνη αὐτὸς ὅποιον ἀγέρα θέλει.
Καὶ μ' ἀσημένιο τό 'δεσε μὲς στὸ καράβι νῆμα,
ποὺ μήτε λίγο φύσημα ἀπεκεῖ νὰ μὴν ξεφεύγη·
καὶ μοῦ ἔβγαλε τὸ Ζέφυρο γιὰ νὰ καταβοδώση
κι ἐμᾶς καῖ τᾶ καράβια μας· μὰ ὁ δρόμος νὰ τελειώση
δὲν ἔμελλε· τὶ ἀπ' ἀγνωσιὰ χαθήκαμε δική μας·
     Μέρες ἐννιὰ ἀρμενίζαμε μερονυχτίς· στὶς δέκα
ἀρχίζει πιὰ καὶ φαίνουνταν ἡ γῆς ἡ πατρική μου,
καὶ τὶς φωτιὲς ξανοίγαμε ποὺ καῖγαν ἀντικρύ μας.    30
Τότες ἐγὼ γλυκόπεσα στὸν ὕπνο ἀποσταμένος,
ποὺ κανενὸς δὲν ἄφηνα τοῦ καραβιοῦ τὴ σκότα,
μόνε ἴδιος μου τὴν κράταγα, πιὸ γλήγορα νὰ 'ρθοῦμε·
κι ὅλοι οἱ συντρόφοι μου ἀρχινοῦν κι ἀναμεσά τους κρένουν,
πὼς τάχα μάλαμα ἔφερνα κι ἀσημικὸ μαζί μου,
τοῦ Αἰόλου τοῦ τρανόκαρδου τοῦ γιοῦ τοῦ Ἱππότη δῶρο.
Καὶ γύρισε καὶ μίλησε τοῦ πλαγινοῦ του κάποιος.
     “Γιὰ δῆτε πῶς τὸν ἀγαποῦν παντοῦ καὶ τὸν τιμοῦνε,
σ' ὅποιους ἀνθρώπους ἔρχεται καὶ σ' ὅποια χώρα βγαίνει.
Ἀπ' τὴν Τρωάδα θησαυροὺς πολλοὺς κι ὡραίους φέρνει,    40
κι ἐμεῖς, ποὺ τὸ ἴδιο κάναμε ταξίδι ὅπως ἐκεῖνος,
γυρίζουμε στὸν τόπο μας μὲ τ' ἀδειανὰ τὰ χέρια.
Καὶ τώρα δὲς τί ὁ Αἴολος τοῦ χάρισε γιὰ ἀγάπη·
ἂς πᾶμε κι ἂς κοιτάξουμε τί νά 'ναι τάχα ἐτοῦτα,
πόσο χρυσάφι μὲς στ' ἀσκὶ καὶ πόσο ἀσήμι φέρνει.”
     Εἶπαν, καὶ νίκησε ἡ κακὴ βουλὴ μὲς στοὺς συντρόφους.
Λῦσαν τ' ἀσκί, καὶ ξέσπασαν παντῆς λογῆς ἀνέμοι,
καὶ στρόβιλος τοὺς τράβηξε μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα
στὰ πέλαγα, καὶ κλαίγανε· κι ἐγὼ ξυπνῶ καὶ βλέπω,
καὶ μοναχός μου ἀνάδευα μέσα στὸν ἄξιο νοῦ μου,    50
γιά ἀπὸ τὸ πλοῖο νὰ ριχτῶ καὶ νὰ χαθῶ στὸ κῦμα,
γιά νὰ ὑποφέρω ἀμίλητα καὶ ζωντανὸς νὰ μείνω.
Κι εἶπα νὰ μείνω ζωντανός, καὶ στὸ καράβι μέσα
κοιτόμουν ὁλοσκέπαστος· καὶ στὸ νησὶ τοῦ Αἰόλου
οἱ ἀνέμοι μᾶς ξανάσπρωξαν, κι οἱ ἄλλοι ἀναστενάζαν.
     Βγήκαμε τότες, πήραμε νερό, κι ἡ συντροφιά μου
καθίσαν κι ἔφαγαν κοντὰ στὰ γλήγορα καράβια.
Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ χόρτασε ἡ καρδιά μας,
πῆρα μαζί μου κήρυκα, κι ἀπ' τοὺς συντρόφους ἕναν,
κι ὡς στοῦ Αἰόλου πήγαμε τὰ ξακουστὰ παλάτια·    60
τὸν ηὖρα καὶ τρωγόπινε μὲ σύγκοιτη καὶ τέκνα.
Ἅμα ἤρθαμε, καθίσαμε κοντὰ στοὺς παραστάτες,
πὰς στὸ κατώφλι· ἀπόρησαν αὐτοὶ καὶ μὲ ρωτοῦσαν·
     “Πῶς ἦρθες ; τί κακοτυχιὰ σὲ βρῆκε, ὦ Ὀδυσσέα ;
Πρόθυμα ἐμεῖς σὲ στείλαμε στῆς γῆς σου τὰ λημέρια,
καὶ στὰ παλάτια, κι ὅπου ἀλλοῦ λαχτάραγε ἡ καρδιά σου.”
     Εἶπαν κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα μὲ τὴν ψυχὴ θλιμμένη·
“Κακοὶ συντρόφοι μ' ἔβλαψαν, κι ὕπνος σκληρὸς ἀντάμα·
μὰ ἐσεῖς ποὺ δύναμη ἔχετε, γλυτῶστε μας, ὦ φίλοι.”
     Μὲ τέτοια λόγια μαλακὰ τοὺς μίλησα, μὰ ἐκεῖνοι    70
ἄλαλοι μείνανε ὅλοι τους, κι ἀπάντησε ὁ πατέρας· 
     “Γκρεμίσου, κακορίζικε, μεμιὰς ἀπ' τὸ νησί μου·
καλὸ δὲν τό 'χω νὰ δεχτῶ καὶ νὰ ξεπροβοδώσω
ἄνθρωπο ποὺ οἱ μακαριστοὶ θεοὶ τὸν κατατρέχουν.
Γκρεμίσου, τὶ θεῶν ὀργὴ σ' ἔχει ὡς ἐδῶ σταλμένο,”
     Εἶπε, καὶ μ' ἔδιωξε ἀπ' ἐκεῖ κι ἐγὼ βαριοθλιβόμουν.
Καὶ βγήκαμε ἀρμενίζοντας μὲ τὴν καρδιὰ καημένη.
Καὶ μὲ σκιαγμένο οἱ ἄντρες νοῦ βαριὰ λαμνοκοποῦσαν,
τοῦ κάκου, τὶ δὲ φαίνονταν τοῦ γυρισμοῦ ἡ ἐλπίδα.
     Ἓξ μέρες ἀρμενίζαμε νύχτα καὶ μέρα τὸ ἴδιο,    80
στὶς ἑφτὰ μέρες φτάνουμε στῆς Λάμος τ' ὥριο κάστρο,
στὴν ἁψηλὴ Τηλέπυλο, τῶ Λαιστρυγόνων χώρα,
ποὺ βοσκὸς μπαίνει καὶ βοσκὸ ποὺ βγαίνει συντυχαίνει.
Ἄγρυπνος ἄνθρωπος μιστοὺς δυὸ ἐκεῖ μποροῦσε νά 'χη,
τὸν ἕναν βόδια βόσκοντας, κι ἀρνιὰ λευκὰ τὸν ἄλλον
τὶ οἱ δρόμοι βρίσκουνται κοντὰ τῆς νύχτας καὶ τῆς μέρας.
Στ' ὥριο λιμάνι μπήκαμε ποὺ βράχοι τὸ τειχίζουν
τετράψηλοι κι ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη,
κι ἄκρες προβάλλουν πεταχτὲς ἀντίκρυ ἡ μιὰ τῆς ἄλλης
στὴ θάλασσα, κι εἶναι στενὸ τοῦ λιμανιοῦ τὸ ἔμπα·    90
κεῖ μέσα φέρανε ὅλοι τους τὰ δίπλωρα καράβια.
Κοντὰ κοντὰ τὰ δέσανε μὲς στὸ βαθιὸ λιμιώνα,
τὶ κῦμα ἐκεῖ δὲ φούσκωνε μικρὸ μήτε μεγάλο,
παρὰ γαλήνη ἁπλώνονταν ὁλόλευκη παντοῦθε.
Ἐγὼ μονάχος ἄραξα τὸ μαῦρο πλοῖο μου ἔξω
κατὰ τὴν ἄκρη, κι ἔδεσα στοὺς βράχους τὰ παράγγια,
κι ἀνέβηκα καὶ στάθηκα στ' ἁψήλου ν' ἀγναντέψω·
μὰ μήτε ἀντρῶνε φαίνονταν μήτε βοδιῶν σημάδια,
μόνε καπνὸ ἀγναντεύαμε κι ἀνέβαινε ἀπὸ χάμου.
Τότες συντρόφους ἔστειλα νὰ πᾶνε καὶ νὰ μάθουν    100
τί λογῆς ζοὺν σ' αὐτὴ τὴ γῆς σιταροφάγοι ἀνθρῶποι·
διάλεξα δυό, καὶ κήρυκα τοὺς ἔδωσα γιὰ τρίτο.
Κι αὐτοὶ τὸ δρόμο πήρανε τὸν ἴσιο, ποὺ τ' ἁμάξια
στὴ χώρα ἀπ' τ' ἁψηλὰ βουνὰ τὰ ξύλα κατεβάζαν.
Κόρη ἀνταμώνουν ποὺ ἔπαιρνε νερὸ ἀπ' τὴ χώρα ἀπόξω,
τοῦ Λαιστρυγόνα βασιλιᾶ τὴ ζουλεμένη κόρη.
Στὴν Ἀρτακία κατέβαινε, τὴν κρουσταλλένια βρύση,
πού φέρνανε ἀπ' ἐκεῖ νερὸ στὴ χώρα· αὐτοῦ σταθῆκαν,
τῆς μίλησαν, καὶ ρώτηξαν ποιὸς νά 'τανε τοῦ τόπου
ὁ βασιλιάς, καὶ τάχα ποιούς ὅριζε αὐτὸς ἀνθρώπους.    110
Κι ἐκείνη εὐτὺς τοὺς ἔδειξε τὰ σπίτια τοῦ γονιοῦ της.
Καὶ βρῆκαν τὴ γυναίκα του μὲς στὰ τρανὰ παλάτια,
σὰν κορφοβούνι θεόρατη, κι ἡ ὄψη της τρομάρα.
Φωνάζει αὐτὴ ἀπ' τὴν ἀγορὰ μεμιὰς τὸν Ἀντιφάτη,
τὸν ἄντρα της, κι αὐτὸς φριχτὸ ξολοθρεμὸ ποθώντας,
ἁρπάζει κάνει δεῖπνο του τὸν ἕν' ἀπ' τοὺς συντρόφους.
Οἱ ἄλλοι οἱ δυὸ πετάχτηκαν καὶ δρόμο στὰ καράβια.
Τότες ἐκεῖνος χούγιαξε στὴ χώρα, κι οἱ ἀντρειωμένοι
οἱ Λαιστρυγόνες χούμιξαν ὁλοῦθε σὰν ἀκοῦσαν,
ἀρίθμητοι, καὶ μοιάζανε Γίγαντες, κι ὄχι ἀνθρῶποι.    120
Πέτρες, ἑνὸς ἀντρὸς φορτιὸ τὴν καθεμιά, τινάζαν
ἀπὸ τὰ βράχια, κι ἔφερναν ἀχὸ στὰ πλοῖα μεγάλο,
τὶ οἱ ναῦτες ξολοθρεύονταν καὶ τὰ καράβια σπάζαν.
Σὰν ψάρια τοὺς καμάκιζαν κι ἄθλιο φαγὶ τοὺς κάναν.
Κι ὅσο ἀφανίζονταν αὐτοὶ μὲς στὸ βαθιὸ λιμιώνα,
ἐγὼ τὸ κοφτερὸ σπαθὶ τραβῶ ἀπὸ τὸ πλευρό μου,
καὶ κόβω τὰ πρυμόσκοινα τοῦ μαύρου καραβιοῦ μου.
Νὰ πέσουν τότες στὸ κουπὶ προστάζω τοὺς συντρόφους,
τὸ χάρο νὰ ξεφύγουμε· κι αὐτοὶ καθίζουν ὅλοι,
κι ἀναταράζουν τὰ νερὰ μὲ φόβο καὶ τρομάρα.    130
Φεύγει ἀπ' τοὺς βράχους μιὰ χαρὰ τοὺς κρεμαστούς, καὶ βγαίνει
στὴ θάλασσα τὸ πλοῖο μου· τ' ἄλλα χαθῆκαν ὅλα.
     Καὶ πλέγαμε βαριόψυχοι, ποὺ ἂν κι ἤμαστε σωσμένοι
τόσους συντρόφους χάσαμε καλοὺς κι ἀγαπημένους.
Στὴν Αἴα τότες ἤρθαμε, νησὶ ποὺ κατοικοῦσε
ἡ Κίρκη, ἡ ὡριόμαλλη θεά, κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα,
τοῦ Αἰήτη τοῦ κακόβουλου ἡ φοβερή αὐταδέρφη.
Γονιοί τους καὶ τῶν δυονῶν ὁ φωτιστής ὁ Ἥλιος
κι ἡ Πέρση, ποὺ τοῦ Ὠκεανοῦ παινιόταν θυγατέρα.
Ἐκεῖ τὸ ἀράξαμε σιγὰ στὴν ἄκρη τὸ καράβι,    140
μὲς σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, καὶ θεὸς μᾶς ὁδηγοῦσε.
Βγήκαμε τότες μείναμε δυὸ μέρες καὶ δυὸ νύχτες,
τὶ ὁ ἀποσταμὸς τὴν ἔτρωγε κι ὁ πόνος τὴν καρδιά μας.
Τὴν τρίτη σὰ μᾶς ἔφερε τὴ μέρα ἡ χρυσαυγούλα,
πῆρα τὸ κοφτερὸ σπαθὶ καὶ τὸ κοντάρι τότες,
κι ἀπ' τὸ καράβι κίνησα κι ἀνέβηκα τ' ἁψήλου,
ἴσως κι ἀνθρώπων ἔργα ἰδῶ κι ἀκούσω τὴ λαλιά τους.
Σὲ βράχου στάθηκα κορφή, κι ἀγνάντια μου τηρώντας,
ἀπ' τὴν ἁπλόχωρη τὴ γῆς καπνὸ θωρῶ καὶ βγαίνει,
μέσ' ἀπ' τὰ δάση τὰ πυκνά, στῆς Κίρκης τὰ παλάτια.    150
Καὶ τότες συλλογιόμουνα κι ἀνάδευα στὸ νοῦ μου,
ἐκεῖ ποὺ μαῦρο εἶδα καπνὸ νὰ πάγω καὶ νὰ μάθω.
Κι αὐτὸ μοῦ φάνη πιὸ σωστό· νὰ σύρω πρῶτα κάτου
στὸ γοργὸ πλοῖο καὶ φαγὶ νὰ δώσω τῶ συντρόφων,
κι ἀπὲ νὰ στείλω μέρος τους νὰ πᾶνε καὶ νὰ μάθουν.
Ὅτι ἔφτανα πρὸς τὸ γυρτὸ καράβι, λὲς καὶ κάποιος
θεὸς νὰ μὲ σπλαχνίστηκε τὸν ἔρμο, κι ἕνα λάφι
μοῦ στέλνει ἁψηλοκέρατο, παχύ, στὸ δρόμο ἀπάνω,
ποὺ ἀπὸ τοῦ δάσου τὴ βοσκὴ κατέβαινε στὸ ρέμα
νὰ ξεδιψάση, ποὺ τοῦ ἡλιοῦ ἡ πυράδα τό 'χε ἀνάψει.    160
Κεῖ ποὺ ἔβγαινε, τὸ βάρεσα στὸ ραχοκόκκαλο του,
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πέρασε τὸ χάλκινο κοντάρι.
Πέφτει βογγώντας καταγῆς, καὶ πέταξε ἡ πνοή του.
Τὸ πάτησα, κι ἀπ' τὴν πληγὴ τραβώντας τὸ κοντάρι,
τὸ στρώνω χάμου, καὶ σκοινὶ μὲ λυγαριὲς καὶ βοῦρλα
ὡς μιὰν ὀργυιὰ σὰν ἔστριψα, μὲ τέχνη ἀπ' ἄκρη ὡς ἄκρη,
καλόδεσα τοῦ θεότρανου τοῦ ζώου μαζὶ τὰ πόδια,
καἰ στὸ καράβι τὀ 'φερα ἀπ' το σβέρκο φορτωμένος
μὲ τὸ κοντάρι ἀκούμπισμα, τὶ ἀλλιῶς δὲ θὰ δυνόμουν
μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ βαστῶ τέτοιο θεριὸ στὸν ὦμο.    170
Μπρὸς στὸ καράβι τό 'ριξα, καὶ σήκωσα τοὺς φίλους,
καθένα τους σιμώνοντας καὶ καλοπιάνοντας τους·
 
     “Ἂν καὶ θλιβόμαστε, παιδιά, δὲν κατεβαίνουμε ὅμως
στοῦ Ἅδη ἀκόμα τοὺς βυθοὺς πρὶν ἔρθη ἡ μαύρη ἡ ὥρα.
Ἐλᾶτε, κι ὅσο βρίσκεται στὸ πλοῖο μας φαγοπότι,
ἂς θυμηθοῦμε τὸ φαῒ, κι ἂς μὴ μᾶς δέρνη ἡ πεῖνα.”
     Εἶπα, κι αύτοὶ μ' ἀκούσανε, ξεσκέπασαν τὰ μάτια,
κι ἀπάνου στὴν ἀκρογιαλιὰ θαμάζανε τὸ λάφι,
κεῖνο τὸ θεότρανο θεριό. Σὰν τό εἰδαν καὶ χαρῆκαν,    180
χερονιφτῆκαν κι ἔστρωσαν ἀρχοντικὸ τραπέζι.
Καὶ τότε ἐκεῖ καθόμασταν ὁλήμερα ὡς τὸ γέρμα,
μ' ἄσωστο κρέας, μὲ γλυκὸ κρασὶ φαγοποτώντας·
μἁ ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε κι ἁπλώθηκε σκοτάδι,
τότες κι ἐμεῖς πλαγιάσαμε στὸ περιγιάλι ἀπάνω.
     Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
κι ὅλους σὲ σύναξη ἔφερα, καὶ μίλησά τους κι εἶπα·
“Ὅσος κι ἂν εἶναι ὁ πόνος σας, συντρόφοι, ἀκούσετέ με.
Ποῦ 'ναι ἡ αὐγὴ δὲν ξέρουμε, καὶ ποῦ 'ναι τὸ σκοτάδι,
καὶ ποῦ βουτάει κάτω ἀπ' τὴ γῆς ὁ φωτιστὴς ὁ Ἥλιος,    190
καὶ πάλε ποῦ σηκώνεται· μὰ ἐλᾶτε κι ἂς σκεφτοῦμε
ἂν κάποιος τρόπος βρίσκεται· δὲ βλέπω ἐγὼ κανέναν.
Ἀνέβηκα στὸ ξάγναντο ποὺ εἶναι ὅλο βράχια καὶ εἶδα,
νησὶ ποὺ ἀτέλειωτα κρατοῦν πέλαα στεφανωμένο·
νησὶ στρωμένο χαμηλά, μὰ ξάνοιγα στὴ μέση
καπνὸ ποὺ μέσ' ἀπ' τὰ πυκνὰ τὰ δάσια ξεκινοῦσε.”
     Εἶπα, κι αὐτοὺς τοὺς κόπηκε ἡ καρδιά, τι ἀνιστοροῦσαν
τὰ ὅσα ὁ Λαιστρυγόνας πρὶν τοὺς ἔκαμε Ἀντιφάτης,
κι ὁ ἀντροφάγος Κύκλωπας μὲ τὴ σκληρὴ τὴ γνώμη,
καὶ δάκρυα ἀρχίσανε πικρὰ νὰ χύνουν καὶ νὰ κλαῖνε.    200
Μὰ τί ὄφελος τοὺς ἔφερνε τὸ τόσο μοιρολόγι ;
Τότ' ἐγὼ χώρισα σὲ δυὸ παρέες τοὺς συντρόφους,
καὶ δυὸ τούς ἔβαλ' ἀρχηγούς· ἐγὼ στὴ μιὰ παρέα,
καὶ τὸ θεόμοιαστο ὅρισα Εὐρύλοχο στὴν ἄλλη.
Μέσα σὲ κράνος χάλκινο τινάξαμε τοὺς κλήρους,
κι ὁ κλῆρος τοῦ τρανόψυχου τοῦ Εὐρύλοχου πετιέται.
Κίνησε αὐτὸς μὲ εἰκοσιδυὸ συντρόφους, ποὺ ὅλοι κλαῖγαν,
κι ἐμεῖς ποὺ πίσω μείναμε θρηνούσαμε τὸ ἴδιο.
Καὶ βρῆκαν σὲ ἀνοιχτοτοπιά, στῆς λαγκαδιᾶς τὴ μέση,
χτισμένα μὲ τὸ μάρμαρο τῆς Κίρκης τὰ παλάτια.    210
Βουνήσους λύκους βλέπανε τριγύρω καὶ λιοντάρια,
ποὺ τά 'χε ἡ Κίρκη μὲ κακὰ βοτάνια μαγεμένα·
μὰ ἀπάνω τους δὲ χούμιζαν, μόν' τὶς μακριὲς οὐρές τους
κουνώντας χοροπήδαγαν καὶ τοὺς καλοδεχόνταν.
Πῶς τὰ σκυλιά, ὅταν ἔρχεται ἀπὸ τραπέζι ὁ ἀφέντης,
τὸν καλοδέχουνται, γλυκὰ λιγούδια καρτερώντας,
ἔτσι τὰ δυνατόνυχα λιοντάρια αὐτὰ κι οἱ λύκοι
χαιρόνταν σειώντας τὴν οὐρά· μὰ έκεῖνοι φοβηθῆκαν, τέτοια θεριὰ παράξενα καὶ τρομερὰ θωρώντας.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν,
κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,    220
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι
τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια,
     Τότ' ὁ Πολίτης ὁ ἀρχηγός, ποὺ ἀπ' ὅλους τοὺς συντρόφους
μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα
μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος.
Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.
 
Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τότε ἡ Κίρκη,
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·    230
ὅμως δὲν μπῆκε ὁ Εὐρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς κάθισε σὲ θρόνους καὶ καθέδρες·
τυρὶ κι ἀλεύρια καὶ ξανθὸ μέλι τοὺς ἀναδεύει
μὲ κρασὶ Πράμνειο, κι ἔσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
ποὺ πίνοντας τὴν πατρικὴ τὴ γῆς τους νὰ ξεχάσουν.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα. 
     Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη    240
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε.
Τότες ὁ Εὐρύλοχος γυρνάει στὸ μελανὸ καράβι,
νὰ πῆ τὴν ἔρμη συφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς συντρόφους.
Μὰ ὁ πόνος τὸν συνέπνιγε, καὶ λόγο δὲ δυνόταν
νὰ βγάλη, παρὰ γέμιζαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα,
κι ὁ νοῦς του ἄλλο δὲν ἤξερε παρὰ τὸ μοιρολόγι.
Μὰ ἐμεῖς τόνε ρωτούσαμε ὁλοένα σαστισμένοι,
καὶ τότες τὸν ξολοθρεμὸ μᾶς ξήγησε τῶν ἄλλων 
     “Σὰν ποὺ εἶπες, ὦ Ὀδυσσέα λαμπρέ, κινήσαμε στὰ δάσια,    250
καὶ βρήκαμε ἀνοιχτοτοπιά, στῆς λαγκαδιᾶς τὴ μέση,
ποὺ ἤτανε μαρμαρόχτιστο κι ἀστραφτερὸ παλάτι.
Ἔφαινε κάποια ἐκεῖ πανὶ καὶ γλυκοτραγουδοῦσε,
θεὰ ἢ γυναίκα· τότε αὐτοὶ φωνάξανε ν' ἀκούση.
Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τους ἐκείνη
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·
ὅμως ἐγὼ βαστάχτηκα φοβώντας κάποιο δόλο.
Ὅλοι τους χάθηκαν, καὶ πιὰ μήτ' ἕνας τους δὲ φάνη,
ἂν κι ἐγὼ καθόμουν ἐκεῖ πολλὴ ὥρα καρτερώντας.” 
     Αὐτὰ εἶπε, κι ἐγὼ κρέμασα τρανὸ σπαθὶ στοὺς ὤμους    260
χαλκένιο, ἀσημοκάρφωτο, καὶ πῆρα τὸ δοξάρι,
καὶ πάλι νά 'ρθη πρόσταξα, τὸ δρόμο νὰ μοῦ δείξη.
Μὰ αὐτὸς τὸ γόνα μου ἔπιασε καὶ μὲ παρακαλοῦσε,
κι ἔτσι λαλοῦσε κλαίγοντας μὲ λόγια φτερωμένα·
     “Ἄσε μ' ἐμένα, ὦ διόθρεφτε· μὲ τὸ στανιὸ ἐκεῖ πέρα
μὴ μὲ τραβᾶς· σοῦ λέω ἐγὼ πὼς μήτ' ἐσὺ δὲ θά 'ρθης,
μήτε θὰ φέρης ἄλλονε· κι ἂς φύγουμ' ἀπ' ἐδῶθε
μ' ἐτούτους, ὅσο 'ναι καιρὸς ἀκόμα νὰ σωθοῦμε.”
     Ἔτσ' εἶπε, κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογιὰ τοῦ κάνω·
“Κάθισ' ἐσὺ, ὦ Εὐρύλοχε, σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο,    270
στὸ κούφιο μαυροκάραβο κοντὰ νὰ τρῶς νὰ πίνης·
ἐγὼ θὰ πάω, ἀβάσταχτη δύναμη ἐκεῖ μὲ σπρώχνει.”
     Εἶπα, κι ἀπ' τὸ καράβι εὐτὺς κι ἀπ' τὸ γιαλὸ ἀνεβαίνω.
Κι ὅτι ἔμπαινα μὲς στὸ ἱερὸ λαγκάδι, καὶ νὰ φτάσω
στοὺς τρανοὺς πύργους κόντευα τῆς μάγισσας τῆς Κίρκης,
πηγαίνοντας μ' ἀντάμωσε ὁ Ἑρμῆς ὁ χρυσοράβδης,
μοιάζοντας νέο ποὺ ἀρχίζανε τὰ γένεια του νὰ δρώνουν,
ποὺ τότες δὰ καὶ φαίνεται χαριτωμένη ἡ νιότη.
Κι ἐκεῖνος μὲ χερόπιασε, καὶ φώναξέ με κι εἶπε· 
     “Τί πάλε μέσα στὰ βουνὰ μόνος γυρνᾶς, καημένε,    280
τοῦ τόπου ἀνήξερος; Ἐκεῖ, μὲς στοὺς βαθιοὺς κρυψῶνες,
τῆς Κίρκης, οἱ συντρόφοι σου σὰ χοῖροι εἶναι κλεισμένοι.
     Ἢ μήπως ἔρχεσαι νὰ μπῆς καὶ νὰ τοὺς λευτερώσης;
Μὰ δὲ θὰ ξαναβγῆς, θαρρῶ, παρὰ κι ἐσὺ θὰ μείνης.
Ἐγὼ ὅμως θέλω ἀπὸ κακὸ νὰ σὲ γλυτώσω τέτοιο.
Νά· ἔμπα μ' ἐτοῦτο τὸ καλὸ βοτάνι στὰ παλάτια
τῆς Κίρκης, κι ἀπὸ τὴν κακὴ θὰ σὲ φυλάη τὴν ὥρα.
Ὅλες τὶς μαῦρες τέχνες της θὰ σοῦ τὶς πῶ ἐγὼ τώρα.
Χυλὸ θὰ φτιάξη, καὶ κακὸ βοτάνι θὰ τοῦ σμίξη,
μὰ τὸ καλὸ βοτάνι ποὺ σοῦ δίνω, δὲ θ' ἀφήση    290
νὰ πιάσουνε τὰ μάγια της· τώρ' ἂς σοῦ πῶ καὶ τ' ἄλλα.
Ἅμα ἔρθη ἡ Κίρκη μὲ μακρὺ ραβδὶ νὰ σὲ βαρέση,
ἀπ' τὸ πλευρό σου τράβα ἐσὺ τὸ κοφτερὸ σπαθί σου,
καὶ ρίξου της σὰ νὰ ζητᾶς μ' αὐτὸ νὰ τὴ σπαράξης,
Θὰ φοβηθῆ, καὶ θὰ σοῦ πῆ μαζί της νὰ πλαγιάσης.
Τότες ἐσὺ μὴν ἀρνηθῆς μὲ τὴ θεὰ νὰ σμίξης,
κι ἔτσι νὰ σὲ καλονοιαστῆ, νὰ λύση καὶ τοὺς ἄλλους.
Μὰ πρῶτα ἂς κάμη τῶν θεῶν τὸν ὅρκο τὸ μεγάλο,
πὼς δὲ θὰ βάλη ἄλλο κακὸ στὸ νοῦ της, νὰ μὴν τύχη
κι ἄμα σὲ δῆ γυμνό, ἀντρειὰ καὶ δύναμη σοῦ πάρη.”    300
     Εἶπε, καὶ τράβηξε ἀπ' τὴ γῆς ὁ Ἀργοφονιὰς βοτάνι
καὶ δίνοντάς το μοῦ 'δειξε τὸ κάθε φυσικό του.
Ἡ ρίζα του κατάμαυρη, τὸ λούλουδο σὰ γάλα,
μῶλυ τὸ λὲν οἱ ἀθάνατοι, καὶ δὲν τὸ ξερριζώνει
ἄνθρωπος εὔκολα· οἱ θεοὶ μποροῦν ὅμως τὰ πάντα.
     Τότες ἀνέβηκε ὁ Ἑρμῆς ἀπὸ τὸ δεντρονήσι
στὸν ἁψηλόκορμο Ὄλυμπο, κι ἐγὼ κατὰ τὸν πύργο
τῆς Κίρκης μὲ βαρειὰ καρδιὰ ξεκίνησα. Σὰν ἦρθα,
καὶ στάθηκα στὰ πρόθυρα τῆς θεᾶς τῆς σγουρομάλλας,
τῆς φώναξα, καὶ μ' ἄκουσε, καὶ τὶς φωτόλαμπρές της    310
θύρες ἀνοίγοντας αὐτὴ μὲ προσκαλοῦσε νά 'μπω·
καὶ πῆγα ἐγὼ κατόπι της μὲ ταραγμένα στήθια.
Σὲ ἀργυροκάρφωτο θρονὶ μὲ κάθισε ἄμα μπῆκα,
ὡραῖο καὶ περίτεχνο, μ' ἀκουμποπόδι ὀμπρός μου,
καὶ μοῦ 'δωσε χυλὸ νὰ πιῶ μὲς σὲ χρυσὸ ποτήρι,
ρίχνοντας μέσα βότανα, καὶ μαῦρα μελετώντας.
Σὰν πῆρα κι ἤπια, καὶ τῆς θεᾶς τὰ μάγια δὲν μὲ πιάσαν,
μὲ βάρεσε μὲ τὸ ραβδί, καὶ φώναξε με κι εἶπε·
“Στὴ χοιρομάντρα ἔλα κι ἐσὺ, νὰ σμίξης μὲ τοὺς ἄλλους.”
Εἶπε, κι ἐγὼ τὸ κοφτερὸ τραβῶ σπαθὶ ἀπ' τὴ μέση,    320
καὶ χύνομαι, σὰ νά 'θελα μ' αὐτὸ νὰ τὴ σπαράξω.
Ἔσκουξε αὐτή, καὶ σκύβοντας τὰ γόνατά μου πιάνει
καὶ κλαίγονταν καὶ μοῦ 'κρενε μὲ λόγια φτερωμένα·
     “Ποιός εἶσ' ἐσὺ, κι ὁ τόπος σου, καὶ ποιά τὰ γονικά σου;
Παράξενο, βοτάνια μου νὰ πιῆς, καὶ νὰ μὴν πιάσουν.
Ἄλλος θνητὸς δὲ βάσταξε κανένας ὡς τὰ τώρα,
μιὰς κι ἤπιε, κι ἀπ' τὰ χείλη του περάσαν τὰ πιοτά μου.
Μὰ ἐσένα ὁ νοῦς σου ἀμάγευτος στὰ σωθικά σου μνήσκει.
Ἀλήθεια ὁ πολυσόφιστος ἐσὺ Ὀδυσσέας θά 'σαι,
ποὺ ὁ χρυσοράβδης πάντα Ἑρμῆς μοῦ τό 'λεγε πὼς θά 'ρθη,    330
ἀπὸ τὴν Τροία γυρίζοντας μὲ τὸ γοργὸ καράβι.
Μὲς στὸ φηκάρι τὸ σπαθὶ ξανάβαλέ μου, κι ἔλα
νὰ πᾶμε στὸ κρεβάτι μου μαζὶ ν' ἀγκαλιαστοῦμε,
καὶ στῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ νὰ βροῦμε μπιστοσύνη.”
     Αὐτὰ σὰ μίλησε ἡ θεά, γυρίζω καὶ τῆς κρένω·
“Ὦ Κίρκη, πῶς ζητᾶς ἐγὼ νὰ σοῦ φερθῶ μὲ γλύκα,
ποὺ χοίρους στὰ παλάτια σου τοὺς φίλους μου ἔχεις κάμει,
κι ἐμένα ἐδῶ κρατώντας με πονηρευτὰ καλεῖς με
στὸ θάλαμό σου, τάχα ἐκεῖ μαζί σου νὰ πλαγιάσω,
κι ἔτσι, σὰ γυμνωθῶ, ἀντρειὰ καὶ δύναμη μοῦ πάρης;    340
Μὰ ἐγὼ πὰς στὸ κρεβάτι σου δὲ δέχουμαι ν' ἀνέβω,
ἂ δὲν θελήσης, ὦ θεὰ, βαρὺ νὰ κάμης ὅρκο,
πὼς ἄλλο ἀγνάντια μου κακὸ στὸ νοῦ σου δὲ θὰ βάλης.”
     Εἶπα, κι αὐτὴ μοῦ ὁρκίστηκε καθὼς ἐγὼ ζητοῦσα.
Κι ἅμα τὸν ὅρκον ἄμωσε καὶ πῆρε ὁ ὅρκος τέλος,
τότες ἀπάνω στ' ὥριο της ἀνέβηκα κρεβάτι,
     Ὡς τόσο συγυρίζανε μὲς στὰ παλάτια οἱ βάγιες.
Τέσσερεις ἦταν, κι εἴχανε τῶν παλατιῶν τὴν ἔννοια·
ἀπὸ βρυσοῦλες καὶ δεντρὰ τὴ φύτρα τους κρατοῦσαν,
κι ἀπ' τὰ ποτάμια τὰ ἱερὰ ποὺ στοὺς γιαλοὺς κυλιοῦνται.    350
Μιὰ σκέπαζε ὅλα τὰ θρονιὰ μὲ πορφυρένιες σκέπες,
πανώριες, μὲ ἀποκάτουθε λινόφαντα ἁπλωμένα·
τραπέζια ἡ ἄλλη ἀσημωτὰ μπρὸς στὰ θρονιὰ τραβοῦσε,
κι ἀπάνω τους ἀράδιαζε χρυσόπλεχτα πανέρια·
ἡ τρίτη μέσα στ' ἀργυρὸ ἀνακάτωνε κροντήρι
γλυκὸ κρασί, καὶ μοίραζε μαλαματένια τάσια·
καὶ φέρνει ἡ τέταρτη νερὸ, καὶ τὶς φωτιὲς ἀνάβει
κάτου ἀπὸ τρίποδα τρανό, καὶ τὸ νερὸ ζεσταίνει.
Καὶ τὸ νερὸ σὰν ἔβρασε στ' ἀστραφτερὸ λεβέτι,
τὸ πῆρε, σὐχλιο τό 'καμε, καλόδεχτο νὰ γίνη,    360
καὶ βάζοντάς με σὲ λουτρό, περνάει κεφάλι κι ὤμους,
καὶ τὴ βαρειὰ τὴν κούραση σηκώνει ἀπ' τὸ κορμί μου.
Σὰ μ' ἔλουσε καὶ μ' ἄλειψε μὲ τὸ παχὺ τὸ λάδι,
καὶ μ' ὥρια χλαίνα μ' ἔντυσε καὶ μὲ χιτώνα ἡ κόρη,
μὲ πῆρε καὶ μὲ κάθισε σ' ἀργυροκάρφωτη ἕδρα,
περίτεχνη καὶ πλουμιστή, μ' ἀκουμποπόδι ὀμπρός μου·
[καὶ μπρίκι γιὰ τὸ νίψιμο μοῦ φέρνει τότε ἡ βάγια,
ὥριο, χρυσὸ καὶ χύνει μου στὴν ἀργυρὴ λεγένη
γιὰ νὰ πλυθῶ, καὶ στρώνει μου τὸ γυαλιστὸ τραπέζι.
Σεμνὴ κελάρισσα ἔφερε ψωμὶ καὶ παραθέτει,    370
κι ἀπὸ τὰ καλοφάγια της μοῦ πρόσφερε περίσσια,]
καὶ νὰ γευτῶ μὲ κάλεσε· μὰ ἐγὼ δὲν μπόρουν ἦταν
ὁ νοῦς μου ἀλλοῦ, καὶ πρόβλεπε πολλὰ δεινὰ ἡ ψυχή μου.
     Τηρώντας με νὰ κάθουμαι, καὶ χέρι νὰ μὴ βάζω
στὸ φαΐ, παρὰ νὰ φαίνουμαι σὲ θλίψη βυθισμένος,
σιμώνει ἡ Κίρκη, καὶ μιλάει μὲ φτερωμένα λόγια·
     “Τί κάθεσαι μαθὲς βουβός, καὶ τρῶς τὰ σωθικά σου,
καὶ δὲν ἀγγίζεις μήτε φαΐ, μήτε πιοτὸ, Ὀδυσσέα ;
ἢ δόλους ὑποψιάζεσαι καινούργιους ; Μὰ κατόπι
ἀπ' τὸ βαρὺ τὸν ὅρκο μου, δὲν ἔχεις νὰ φοβᾶσαι.”    380
     Ἔτσ' εἶπε· καὶ γυρίζω ἐγὼ καὶ τῆς ἀπολογιέμαι·
“Ποιός ἄντρας, Κίρκη, γνωστικὸς θά 'χε καρδιὰ νὰ παίρνη
φαῒ ἢ πιοτὸ πρὶν τοὺς καλοὺς συντρόφους του γλυτώση,
καὶ γλυτωμένους πρὶν τοὺς δῆ μὲ τὰ δικά του μάτια ;
Μὰ ὁλόψυχα ἐσὺ ἂν ποθῆς νὰ πιῶ ἐδῶ καὶ νὰ φάγω,
λῦσ' τους, νὰ δοῦν τὰ μάτια μου τ' ἀγαπητά μου ἀδέρφια.”
     Εἶπε, κι ἀπ' τὰ παλάτια της ἡ θεὰ περνάει καὶ βγαίνει,
ραβδὶ κρατώντας, κι ἔρχεται, τὴ χοιρομάντρα ἀνοίγει.
Τοὺς ἔβγαλε, καὶ μοιάζανε θρεφτάρια ἐννιὰ χρονῶνε.
Ἀγνάντια της σταθήκανε, κι ἀπὸ σιμὰ περνώντας    390
ἡ Κίρκη, μ' ἄλλο βότανο τοὺς ἄλειψε ἕναν ἕναν.
Ἀπ' τὰ κορμιά τους χύθηκαν ὅλες οἱ τρίχες τότες,
πού 'χαν φυτρώσει μὲ τῆς θεᾶς τὸ βλαβερὸ βοτάνι,
κι ἄνθρωποι ξαναγένηκαν καλύτεροι ἀπ' τὰ πρῶτα,
στὴ νιότη καὶ στ' ἀνάστημα, στὴν ὀμορφιά, στή χάρη,
Καὶ μὲ εἶδαν καὶ μὲ γνώρισαν, καὶ μοῦ 'πιασαν τὸ χέρι,
καὶ κλαῖγαν μὲ καρδιόπονο, καὶ μέσα στὰ παλάτια
ἀχολογοῦσε ἡ κλάψα τους, ποὺ ὡς κι ἡ θεὰ λυπήθη.
Σιμά μου τότες στάθηκε ἡ λαμπρὴ θεὰ καὶ μοῦ 'πε· 
     “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,    400
ξεκίνα τώρα στὸ γιαλὸ καὶ στὸ γοργὸ καράβι,
Τραβῆξτε πρῶτα στὴ στεριὰ τὸ πλοῖο· ἐκεῖ μαζῶξτε
μὲς στὶς σπηλιὲς τὰ πράματα καὶ τ' ἄρμενα σας ὅλα,
κι ὕστερα γύρνα φέρνοντας μαζί σου τοὺς συντρόφους,”
     Αὐτά εἰπε· κι ἡ ἀντρίκια μου ψυχὴ δὲν ἔλεγε ὄχι·
καὶ πῆγα κατὰ τὸ γοργὸ καράβι στ' ἀκρογιάλι,
καὶ βρῆκα ἐκεῖ τοὺς ἀκριβοὺς συντρόφους στὸ καράβι,
νὰ δέρνουνται καὶ νὰ θρηνοῦν ἀχνοὶ καὶ δακρυσμένοι.
Κι ὡς τὰ μοσκάρια στὸ μαντρὶ τὴν ὥρα ποὺ γυρίζουν
ἀπ' τὸ γρασίδι στὴν αὐλὴ χορτάτες οἱ ἀγελάδες,    410
ὅλα μαζὶ χοροπηδοῦν μπροστά τους, ποὺ κι ἡ στάνη
δὲν τὰ χωρεῖ, κι ἀνέπαυα γύρω στὶς μάνες τρέχουν
μουγκρίζοντας, ἔτσι κι αὐτοὶ σὰ μ' εἴδανε κοντά τους,
χουμίζανε δακρύζοντας· καὶ φάνηκε στὸ νοῦ τους,
σὰ νά 'ρθανε στὸν τόπο τους, στὸ πετρωτὸ τὸ Θιάκι,
ἐκεῖ ποὺ γεννηθήκανε κι ἐκεῖ ποὺ ἀνατραφῆκαν.
Θρηνώντας τότες μοῦ 'πανε μὲ φτερωμένα λόγια·
     “Ὁ γυρισμός σου, ὦ διόθρεφτε, τόση χαρὰ μᾶς δίνει,
ὅση τὸ Θιάκι ἂ βλέπαμε, τὸ ποθητὸ νησί μας.
Καὶ τώρα πές μας τὸ χαμὸ τῶν ἄλλω μας συντρόφων.”    420
     Καὶ τοὺς ἀπολογήθηκα μὲ μαλακὰ ἐγὼ λόγια·
“Πρῶτα τὸ πλοῖο ἂς σύρουμε στὴ γῆς, κι ἂς κουβαλᾶμε
μὲς στὶς σπηλιὲς τὰ πράματα καὶ τ' ἄρμενά μας ὅλα·
κι ἐσεῖς μαζί μου νά 'ρθετε κατόπι τοιμαστῆτε,
στῆς θεᾶς τῆς Κίρκης τὰ ἱερὰ παλάτια, γιὰ νὰ δῆτε
τοὺς φίλους ποὺ φαγοποτοῦν, τὶ ἔχουν ἐκεινοι ἀπ' ὅλα.”
     Εἶπα, κι ἐκεῖνοι ἀκούσανε τὰ λόγια μου. Ἕνας ὅμως,
ὁ Εὐρύλοχος, μοῦ μπόδιζε τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους,
καὶ φώναζέ τους, κι ἔλεγε μὲ λόγια φτερωμένα· 
     “Ποῦ πᾶτε, ὦ κακορίζικοι, τί συφορὲς ζητᾶτε,    430
καὶ θέτε νὰ μαζεύεστε στῆς Κίρκης τὰ παλάτια,
ποὺ χοίρους θὰ μᾶς κάμη αὐτὴ καὶ λύκους καὶ λιοντάρια,
νὰ τῆς φυλᾶμε τὸ λαμπρὸ παλάτι μὲ τὸ ζόρι,
σὰν ποὺ ἔκαμε καὶ ὁ Κύκλωπας στὴ μάντρα του ὅταν μπῆκαν
μέσα οἱ σύντρόφοι μας κι αὐτὸς ὁ ἀπόκοτος Δυσσέας,
ποὺ ἀπὸ τὴν τρέλλα του κι αὐτοὶ χαθήκανε καὶ πᾶνε.”
     Εἶπε, κι ἐμένα μέσα μου μοῦ 'ρθε ἔτσι νὰ τραβήξω
ἀπ' τὸ παχύ μου τὸ μερὶ τὴν κοφτερὴ τὴ σπάθα,
μιὰ νὰ τοῦ δώσω, καὶ στὴ γῆς νὰ πέση ἡ κεφαλή του,
κι ἂς ἤτανε καὶ συγγενὴς στενός μου· μὰ οἱ συντρόφοι    440
μὲ κράταγαν ἀπὸ παντοῦ μιλώντας μου μὲ γλύκα·
     “Ἂς τὸν ἀφήσουμε πιὰ αὐτόν, θεογέννητε, ἂν ὁρίζης,
νὰ μείνη στὸ κατάγιαλο καὶ νὰ φυλάη τὸ πλοῖο·
κι ἐμᾶς στῆς Κίρκης τὰ ἱερὰ παλάτια ὁδήγησέ μας.”
     Κι ἀπ' τὸ καράβι ἀνέβηκαν, κι ἀπ' τοῦ γιαλοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ πίσω μήτ' ὁ Εὐρύλοχος δὲν ἔμεινε, μόν' πῆγε
κι αὐτός, γιατί φοβήθηκε τὰ τρομερά μου λόγια.
     Τοὺς ἄλλους πάλε φίλους μας μὲς στὰ παλάτια ἡ Κίρκη
τοὺς ἔλουσε, τοὺς ἄλειψε μὲ τὸ παχὺ τὸ λάδι,
τοὺς φόρεσε ὅλους μὲ κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες·    450
καὶ μέσα ἐκεῖ τοὺς βρήκαμε ποὺ τρώγανε καὶ πίναν.
Καὶ βλέποντας καθένας τους καὶ νιώθοντας τὸν ἄλλον,
στενάζανε καὶ κλαίγανε, ποὺ ἀχολογοῦσε ὁ πύργος.
     Στάθηκε ὀμπρός μου ἡ τρίχαρη θεὰ καὶ μοῦ 'πε τότες·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
μὴν κλαῖτε καὶ μὴ δέρνεστε· κι ἐγὼ τὸ ξέρω πόσα
μέσα στὶς ἄγριες θάλασσες παθήματα σας ἦρθαν,
καὶ πόσα βάσανα στὴ γῆς ἀπὸ ἄδικους ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε τώρα στὸ φαῒ καὶ στὸ κρασὶ καθίστε,
ὥσπου νὰ ψυχοπιάσουνε τὰ σπλάχνα σας, καὶ νά 'στε    460
σὰν τότες ποὺ τ' ἀφήσατε τὸ πετρωτό σας Θιάκι,
κι ὄχι σὰν τώρα μισεροὶ καὶ παραπονεμένοι,
ποὺ ὅλο θυμᾶστε τ' ἄπειρα φριχτὰ πλανέματά σας,
κι ὁ νοῦς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ δεινὰ χαρὰ δὲν ξέρει.”
     Αὐτά εἰπε, κι ἡ λεβέντικη, τὴν ἄκουσε ἡ ψυχή μας.
Καὶ μείναμε γλεντίζοντας ὁλάκερο ἕνα χρόνο
μὲ τὰ περίσσια κρέατα καὶ τὸ γλυκὸ κρασί της.
Μὰ ὁ χρόνος σάνε γύρισε μὲ τῶ μηνῶν τὸ διάβα,
κι οἱ μέρες μεγαλώνανε, τότε οἱ καλοὶ συντρόφοι
μὲ πήρανε παράμερα καὶ μίλησαν καὶ μοῦ 'παν·    470
     “Καιρὸς πιὰ τὴν πατρίδα μας νὰ θυμηθῆς, καημένε,
γραφτό σου ἂν εἶναι νὰ σωθῆς καὶ ν' ἀξιωθῆς νᾶ φτάσης
στὸ σπίτι σου τ' ὡριόχτιστο, στὴν πατρική σου χώρα.”
     Αὐτά εἰπαν, καἱ ἡ λεβέντικη τοὺς ἄκουσε ψυχή μου,
[ Καὶ τότε ἐκεῖ καθόμασταν ὁλήμερα ὡς τὸ γέρμα,
μ' ἄσωστο κρέας, μὲ γλυκὸ κρασὶ φαγοποτώντας·
μὰ ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε κι ἁπλώθηκε σκοτάδι,
οἱ ἄλλοι στὰ βαθιοΐσκιωτα πλαγιάσανε παλάτια. ]
Κι ἐγὼ στῆς Κίρκης τὸ λαμπρὸ ἀνεβαίνοντας κρεβάτι,
τὰ γόνατά της ἔπιασα καὶ τὴν παρακαλοῦσα,    480
κι ἄκουγε αὐτὴ τὰ φτερωτὰ ποὺ τῆς λαλοῦσα λόγια.·
     “Ὦ Κίρκη, αὐτὸ ποὺ μοῦ 'ταξες καιρὸς νὰ τὸ τελέσης·
στεῖλε με πιὰ στὸν τόπο μου· τὸ λαχταρεῖ ἡ ψυχή μου,
τὸ λαχταροῦν κι οἱ φίλοι μου, ποὺ τὴν καρδιὰ μοῦ τρῶνε,
κι ὁλόγυρα μου δέρνουνται κάθε ὥρα ποὺ ἐσὺ λείπεις.”
     Αὐτὰ εἶπα, κι ἡ πανέμορφη θεὰ μοῦ ἀπολογιέται·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
δὲ θέλω πιὰ νὰ μένετε μὲ τὸ στανιὸ κοντά μου.
Ὅμως κι ἕν' ἄλλο πρῶτα ἐσεῖς θὰ κάμετε ταξίδι· 
στῆς Περσεφόνης τῆς σκληρῆς καὶ στοῦ Ἅδη τὰ λημέρια    490
θὰ πᾶτε, τὰ μελλούμενα ν' ἀκοῦστε ἀπ' τὸ Θηβαῖο
τὸν Τειρεσία, τὸν τυφλὸ μάντη ποὺ ὁ νοῦς του ἀκόμα
κρατιέται, τὶ κι ἂν πέθανε, τὴ γνώση ἡ Περσεφόνη
τοῦ φύλαξε, καὶ δὲ γυρνάει σὰν ἴσκιος μὲ τοὺς ἄλλους.”
     Αὐτὰ σὰν εἶπε, ἐμένανε ραγίστηκε ἡ καρδιά μου·
καὶ στὸ κλινάρι κάθισα καὶ τό 'ριξα στὸ κλάμα,
καὶ μήτε ζωὴ μήτε ἥλιου φῶς δὲν ἤθελε ἡ ψυχή μου,
Μὰ σὰ χαμοκυλίστηκα καὶ χόρτασα τὸ κλάμα,
πάλε τῆς ξαναμίλησα καὶ ρώτηξά την κι εἶπα· 
     “Καὶ ποιὸς τὸ δρόμο αὑτὸ θὰ ρθῆ καὶ θὰ μᾶς δείξη, ὦ Κίρκη ;    500
Δὲν πῆγε μὲ πλεούμενο κανεὶς στὸν Ἅδη ἀκόμα.”
     Αὐτὰ εἶπα, κι ἡ πανέμορφη θεὰ μοῦ ἀπολογιέται·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
γιὰ ὁδηγητὴ μὴ νοιάζεσαι τοῦ μαύρου καραβιοῦ σου·
στῆσ' τὸ κατάρτι, τέντωσε τ' ἄσπρα πανιά, καὶ κάθου·
θὰ σοῦ φυσήξη μιὰ ὁ Βοριᾶς, κι ἐκεῖ τὸ πλοῖο θὰ φέρη,
Μὰ τὸ βαθὺ καθὼς διαβῆς Ὠκεανὸ καὶ φτάσης
στὸν ἄγριον ὄχτο καὶ στ' ἀχνὰ τῆς Περσεφόνης δάσια,
μὲ τὶς ἰτιὲς τὶς ἄκαρπες καὶ τὶς ψηλὲς τὶς λεῦκες, 
ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,    510
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα
κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν.
Σὰ φτάσης, ὦ ἥρωα, κοντὰ στὸν τόπο ποὺ ἱστορῶ σου,
σκάψε ὡς μιὰ πήχη λάκκο ἐκεῖ τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου
καὶ χῦσε ὁλόγυρα σταλιὲς στοὺς πεθαμένους ὅλους,
πρῶτα μελόνερο, ὕστερα γλυκὸ κρασί, καὶ τρίτο
πάλε νερό· καὶ μὲ λευκὸ πασπάλιζέ τα ἀλεύρι· 
καὶ λέγοντας πολλὲς εὐκὲς στ' ἀδύναμα κεφάλια    520
των πεθαμένων, τάξε τους πὼς ἅμα ἐρθῆς στὸ Θιάκι
στείρα δαμάλα διαλεχτὴ στὸν πύργο σου θὰ σφάξης,
καὶ πὼς θ' ἀνάψης τους πυρὰ γεμάτη ὡραῖα δῶρα,
καὶ χώρια ἀρνὶ κατάμαυρο τοῦ Τειρεσία θὰ κόψης, τοῦ κοπαδιοῦ τὸ πιὸ καλὸ. Καὶ σὰν παρακαλέσης
μὲ προσευχὲς τὰ δοξαστὰ τῶν πεθαμένων πλήθια,
σφαχτὸ κριάρι πρόσφερε καὶ μαύρη προβατίνα
γυρνώντας τα πρὸς τὸ Ἔρεβος· μὰ γύρνα ἐσὺ ἀποκεῖθε,
κι ἀντίκρυζε τοῦ ποταμοῦ τοὺς ὄχτους· τότες θά 'ρθουν
αὐτοῦ σιμά σου πάμπολλες ψυχὲς τῶν πεθαμένων, 
Βάλε καὶ τοὺς συντρόφους σου νὰ γδάρουν καὶ νὰ κάψουν    530
τ' ἀρνια ποὺ τά 'χει ἀλύπητο μαχαίρι ἐκεῖ ριγμένα,
καὶ προσευκὲς νὰ κάμουνε στοὺς δυὸ θεούς, στὸν Ἅδη
τὸ φοβερό, καὶ στὴ σκληρὴ συνάμα Περσεφόνη·
κι ἐσὺ, ἀπ' τὴ μέση σέρνοντας τὸ κοφτερὸ σπαθί σου,
κάθου, καὶ διῶχνε τῶ νεκρῶν τ' ἀδύναμα κεφάλια
μακριὰ ἀπ' τὸ αἶμα, ὡς ν' ἀκουστῆ τοῦ Τειρεσία ὁ λόγος,
Κι εὐτὺς ὁ μάντης θὰ φανῆ καὶ θὰ σοῦ πῆ, ὦ ἀφέντη,
τοῦ δρόμου τὰ μετρήματα, καὶ ποῦθε θὰ περάσης
τὰ πέλαα τὰ πολύψαρα στὴ γῆς σου νὰ γυρίσης,” 
     Αὐτὰ εἶπε, κι ἡ χρυσόθρονη σὰν πρόβαλε ἡ Αὐγούλα,    540
μὲ πῆρε καὶ μὲ φόρεσε χιτώνα καὶ χλαμύδα·
κι ἴδια της φόρεμα ἔβαλε περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο καὶ λιμπιστό· κατόπι ὡριὸ ζουνάρι
ὁλόχρυσο στὴ μέση της, καὶ σκέπη στὸ κεφάλι,
Τότες στοὺς πύργους μπῆκα ἐγώ, κι ἕνα ἕνα τοὺς συντρόφους
παρακινοῦσα ἀπὸ κοντὰ μὲ λόγια μελωμένα.
     “Μὴν πιὰ βαθιὰ ἀνεσαίνετε μὲς στὸ γλυκὸ τὸν ὕπνο,
μόν' πᾶμε· ἡ Κίρκη ἡ δέσποινα μοῦ ὁρμήνεψε τὸ δρόμο.”
     Τοὺς εἶπα, κι ἡ λεβέντικη μὲ ὑπάκουσε ψυχή τους, 
Μὰ κι ἀποκεῖθε ἀπείραχτους δὲν πῆρα τοὺς συντρόφους·    550
κάποιος, ὁ Ἐλπήνορας, μικρός, κι ὄχι ἄντρας στοὺς πολέμους,
μήτε καὶ στὰ μυαλὰ γερός, παράμερα ἀπ' τοὺς ἄλλους
εἶχε πλαγιάσει στὴ σκεπὴ τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης,
δροσιὰ νὰ βρῆ μὲ τοῦ κρασιοῦ τὸ βάρος ζαλισμένος.
Μὰ ἀκούγοντας τὸ σάλαγο ποὺ φεύγανε οἱ συντρόφοι,
πετιέται ἀπάνω· ἀστόχησε νὰ κατεβῆ ἀπ' τὴ σκάλα
ξανὰ τὴν ἁψηλή, κι ὀμπρὸς ἴσια τραβώντας πέφτει
ἀπὸ τὴ στέγη· ὁ σβέρκος του ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια,
κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή του. 
     Στὸ δρόμο ποὺ πηγαίναμε τοὺς εἶπα αὐτὰ τὰ λόγια·    560
“Θὰ λέτε δὰ στὰ σπίτια μας καὶ στὴν καλὴ πατρίδα
πὼς πᾶμε· ὅμως μᾶς ὅρισε ἄλλο ταξίδι ἡ Κίρκη,
στῆς Περσεφόνης τῆς σκληρῆς καὶ στοῦ Ἅδη τὰ λημέρια,
τοὺς λόγους γιὰ ν' ἀκούσουμε τοῦ μάντη Τειρεσία.”
     Αὐτὰ εἶπα, καὶ στὰ λόγια μου ραγίστηκε ἡ καρδιά τους·
καὶ κάθισαν καὶ κλαίγανε, μαδώντας τὰ μαλλιά τους,
μὰ τί ὄφελος τοὺς ἔφερνε τὸ τόσο μοιρολόγι;
     Σὰν ἤρθαμε στ' ἀκρόγιαλο καὶ στὸ γοργὸ καράβι,
βαριοθλιμμένοι, καὶ πικρὰ χύνοντας δάκρυα ἀκόμα, 
στὸ μαυροκάραβο ἔρχεται καὶ κριάρι δένει ἡ Κίρκη,    570
μὲ προβατίνα ὁλόμαυρη, κι ἀγνώριστη διαβαίνει.
Καὶ ποιός ἀγνάντεψε θεὸ χωρὶς αὐτὸς νὰ θέλη,
γιά κατεδῶθε ξεκινάει, γιά κατακεῖθε φεύγει;