Μέσα εις το αμφιθέατρον

Από Βικιθήκη
Μέσα εις το αμφιθέατρον
Συγγραφέας:


Και ποίος δεν το γνωρίζει το αμφιθέατρον;

Αι πόλεις της αρχαίας Ελλάδος είχον από εν. Εις δε τας Αθήνας σώζονται ακόμη τα ερείπια δύο αμφιθεάτρων εσκαμμένων επάνω εις τα μεσημβρινά πλευρά του λόφου της Ακροπόλεως. Κάτω κάτω, εις το μέσον μία πλατεία ωσάν ημικύκλιον˙ εμπρός η σκηνή από το εν άκρον του ημικυκλίου έως εις το άλλο. Και άντικρυ εις την σκηνήν, από την περιφέρειαν του ημικυκλίου ήρχιζαν αι σειραί των καθισμάτων, η μία μεγαλυτέρα από την άλλην. Αυτού μέσα εις το αμφιθέατρον, υπό τον γλυκύν και ανέφελον ουρανόν της Ελλάδος, συνηθροίζετο από της πρωίας ο ευφυής και φιλόκαλος λαός της πόλεως δια να ιδή επάνω εις την σκηνήν τας περιπέτειας των ηρωικών αυτού προγόνων, και ν’ ακούση τους ποιητάς των δραμάτων διδασκόντας τον φόβον του θεού και την αγάπην της δικαιοσύνης.

Αλλά και οι παλαιοί Ρωμαίοι, -ενόσω εις την καρδίαν αυτών έφεγγε το φως όπου εδανείσθησαν από την φιλάνθρωπον Ελλάδα, - αυτού μέσα εις τα υπαίθρια θέατρα εχειροκρότουν την αρετήν και εσφύριζον την κακίαν. Αλλ’ ο λαός των Ρωμαίων τραχύς και απελέκητος δεν είχεν έμφυτον εις την ψυχήν αυτού την αγαθότητα και την φιλοκαλίαν. Η απαιδευσία, οι σκληροί και αδιάκοποι πόλεμοι εσκότισαν τον νουν και επεθηρίωσαν την καρδίαν των. Όταν δε μετ’ ολίγον τα ελληνόπαιδα της εποχής εκείνης, βαπτισμένα, μυρωμένα και φωτισμένα από τη αγίαν του Ιησού Χριστού πίστην, προσέφεραν τους πρώτους χριστιανικούς ύμνους ως αναίμακτον εις τον ουρανόν θυσίαν, οι Ρωμαίοι, τυφλοί προσκυνηταί των ειδώλων, δεν εύρισκαν άλλην ευχαρίστησιν παρά να βλέπουν πνιγμούς ή σκοτωμούς και χυνόμενον αίμα.

Δια τούτο ως και εις την πλατείαν του αμφιθεάτρου, εκεί δηλαδή όπου έστεκεν άλλοτε ο βωμός των θεών, εκεί όπου ο χορός της τραγωδίας με το ρυθμικόν αυτού βήμα, με το σεμνόν αυτού παράστημα εκήρυττε την μετριοφροσύνην και την μετριοπάθειαν, εκεί οι Ρωμαίοι εμάνδριζον τους αιχμαλώτους ή τους δούλους αυτών διά της βίας, και βάλλοντες εις τας χείρας των δύστυχων εκείνων πλασμάτων τα φονικώτερα όπλα, τους ηνάγκαζον να ξιφομαχώσι, να τρυπούν δηλαδή, να διαμελίζουν το γυμνόν αυτών σώμα μέχρι θανάτου. Τόσον μεγάλη ήτο η διαφθορά των Ρωμαίων!

Επήραν το θέατρον από τους προγόνους ημών ως σχολείον ημερώσεως και εξευγενισμού και το έκαμαν παλαίστραν αιματοχυσίας και αποθηριώσεως. Και διά να μη αμφιβάλλη κανείς περί τούτου δεν εβίαζαν μόνον τους ξιφομάχους να αλληλοσφάζωνται εμπρός εις τους αιμοχαρείς οφθαλμούς των, αλλά εφύλαττον λέοντας και τίγρεις και άλλα σαρκοβόρα θηρία εκεί κοντά εις ένα υπόγειον του θεάτρου. Οσάλις δε ήθελον ν’ αυξήσουν τας συγκινήσεις της απολιθωμένης πλεόν καρδίας των έμβαζον τους χριστιανούς εις την πλατείαν του θεάτρου και εξαπέλυον κατεπάνω των τα άγρια θηρία, αλαλάζοντες από χαράν εις το φοβερόν εκείνο θέαμα του σπαραγμού των ανθρώπινων σαρκών υπό των πειναλέων θηρίων.

Έτσι μίαν εορτάσιμον ημέραν, με τας πρώτας ακτίνας του ηλίου, οι Ρωμαίοι επλημμύρησαν τους δρόμους της Ρώμης τρέχοντες προς το μεγάλον αυτών θέατρον, το Κολοσσαίον. Αυτός ο αυτοκράτωρ περικυκλωμένος από τους αξιωματικούς της αυλής του δεν άργησε να εμφανισθή εις το θεωρείο του. Διότι ο αυτοκράτωρ εκείνος ήτο ο σκληρός, ο απάνθρωπος Νέρων, η αιμοχαρής του οποίου ψυχή ενώπιων των σπαραξικαρδίων εκείνων θεαμάτων ησθάνετο τόσην αγρίαν ηδονήν, όσην και ο φαυλότερος των υπηκόων του.

Οι ξιφομάχοι εμβαίνουν εις την κονίστραν ο αγών αρχίζει• ο αγών εξακολουθεί το αίμα ρέει, και ποτίζει την άμμον της κονίστρας. Πολλοί δε από τους αθλητικούς εκείνους άνδρας, βαρέως πληγωμένοι έπεσαν ο εις μετά τον άλλον επί του εδάφους. Η ζωή των ολονέν ολιγοστεύει μαζί με το ρέον αίμα των. Αυτοί όμως με θαυμαστήν της ψυχής καρτερίαν υψώνουσιν ικετευτικούς τους οφθαλμούς προς το αμέτρητον πλήθος του θεάτρου. Ίσως το θάρρος αυτών κατά τον αγώνα, ίσως η ωραία θέσις όπου έλαβον καθώς έπεσαν, ίσως το πλαστικόν κάλλος του σώματός των κινήση τον οίκτον των θεωμένων, και τους χαρίσουν την ζωήν όπου τους μένει…

Αλλ’ οι Ρωμαίοι εξημβλωμένοι από τα θεάματα των ανθρωποκτονιών έμενον αδιάφοροι και αναίσθητοι ενώπιον του αγώνος των ξιφομαχών, εκ των οποίων πάντοτε έπρεπε να μείνη ένας τουλάχιστον νεκρός επί της κονίστρας, ενώ τους βαρέως πληγωμένους τούς έσυραν εις εν δωμάτιον το λεγόμενον σκυλευτήριον και αφού τους έπαιρναν ό,τι είχον, τους απετελείωναν.

Δια τούτο ο όχλος ήρχισε να ταράσσεται• υπόκωφοι ψιθυρισμοί εξήρχοντο από τα ανυπόμονα των στήθη, και τρομερά επί τέλους κραυγή αντήχησεν, ομοία προς τας ωρυγάς των αγρίων της ερήμου θηρίων.

«- Ρίψατε τους χριστιανούς εις τα θηρία! Θέλομεν τους χριστιανούς!»

Ηνωμένοι εντός του σκυλευτηρίου οι καταδεδικασμένοι χριστιανοί προσήρχοντο χωρίς κανένα φόβον. Ο Θεός, ο Κύριος των κυρίων ελάλει προς τας ψυχάς αυτών υποσχόμενος εις αυτάς ανταπόδοσιν αιωνίαν και χαράν ατελεύτητον.

Τι τους έμελον τα βάσανα και ο θάνατος! Ο θάνατος ήρχετο να ανοίξη εις αυτούς τας ουρανίας μονάς, εάν μέχρι τελευταίας αναπνοής ωμολόγουν το όνομα του Χριστού, αγνώστου εις τους ειδωλολάτρας.

Ο αρχηγός των ξιφομάχων τους προειδοποίησεν ήδη ότι έφθασεν η ώρα. Εκείνοι αντήλλαξαν τον εν Χριστώ ασπασμόν, βέβαιοι ότι εντός ολίγου θα συναντηθώσιν εν τω τόπω ένθα ουκ έστι λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.

Τοιουτοτρόπως ένας ένας επερνούσε και έμβαινεν εις την κονίστραν. Όσοι έμεναν ακόμη κλεισμένοι εις το σκυλευτήριον ήκουαν την βοήν του όχλου και εκαταλάμβανον ότι ο αδελφός των έλαβε παρά του Θεού τον στέφανον του μαρτυρίου• και από το βάθος της καρδίας των επανελάμβανον την δοξολογίαν, την οποίαν ενίοτε συνεπλήρωνον ενώπιον του αυτοκρατορικού θρόνου.

Μία κόρη έμενεν η τελευταία. Κοράσιον μόλις δώδεκα ετών. Είχε πρόσωπον αγγέλου και ήτο από αριστοκρατικήν οικογένειαν, ονομαστήν εις την αρχαίαν Ρώμην δια τον πλούτον και δια τα κατορθώματά της.

Και η κόρη αυτή εμβήκεν εις το αμφιθέατρον με μίαν ευγενή ευστάθειαν. Αι ωρυγαί του όχλου, τα κύματα των επί της άμμου αιμάτων δεν την ετάραξαν, δεν την έκαμαν να τρέμη.

-Ποία είσαι συ; ηρώτησεν ο αυτοκράτωρ.

-Λουκιανήν μ’ ονόμασαν, όταν μ’ εβάπτισαν. Δεν γνωρίζω άλλο τίποτε.

-Ανοησία! … ψεύδος!... Έλα εις τα λογικά σου, παιδί. Αρνήσου αυτήν την θρησκείαν και σε αποδίδω όλα τα πλούτη των γονέων σου, σε καταφορτώνω με νέας ευεργεσίας.

Εις τα ρόδινα χείλη της Λουκιανής ανέβη εν περιγελαστικόν μειδίαμα.

-Τα αγαθά τα εφήμερα δεν με ελκύουν, είπε, ποθώ εκείνα, τα οποία είναι αιώνια!

Ο Καίσαρ ωχρίασε δια την τόσην παρρησίαν• ο όχλος ήρχισε να κραυγάζη:

-Εις τα θηρία την χριστιανήν! Ρίψατέ την εις τας τίγρεις, εις τους λεόντας!...

Η Λουκιανή με σταθερόν βήμα επλησίασεν εις το άνοιγμα, από το οποίον έμελλον να εισορμήσουν τα θηρία. Ένας λέων επήδησεν αίφνης με φρικαλέον βρυχηθμόν, έκαμε ένα γύρο μέσα εις την κονίστραν του αμφιθεάτρου και – ω του θαύματος – ησύχασε χωρίς να βλάψη το κοράσιον.

Κατόπιν μία λέαινα, την οποίαν εξαπέλυσαν, ήρχισε να τριγυρίζη την Λουκιανήν με βραδέα και ήμερα βήματα.

Το πλήθος, το οποίον κατ’ αρχάς έμεινεν άφωνον, ήρχισε να εκχύνη την λύσσαν του δια νέων απειλών, δια νέων κραυγών:

-Τον πάνθηρα!... Ο πάνθηρ δεν παίρνει από μάγια!

Ένας κλωβός ανέβηκεν από το υπόγειον• ο πάνθηρ ετινάχθη μέσα εις την πλατείαν του αμφιθεάτρου, ευλύγιστος και ελαφροκίνητος, μόλις εγγίζων το έδαφος, παίζων επί της άμμου και οσφραινόμενος το αίμα με αγρίαν όρεξιν. Όμοιος με τον γάτον, ο οποίος παίζει επικίνδυνα εις τα θύματά του παιγνίδια, το άγριον θηρίον συνεμαζεύθη με οφθαλμούς αγρίως σπινθηροβολούντας και όλως διόλου έτοιμον να ευχαριστήση τους Ρωμαίους. Ο σκληρόκαρδος αυτός λαός το επερίμενε σιωπηλώς, παρακολουθών τας κινήσεις του θηρίου με ανυπόμονα βλέμματα.

Έξαφνα ο πάνθηρ εφορμά με εν πήδημα φθάνει, και πίπτει εμπρός εις τους πόδας της Λουκιανής• και εκεί εγγίζων το λευκόν φόρεμα του ηρωικού κορασίου, εφαίνετο ότι εζητούσε συγχώρησιν με ένα εντροπαλόν τρόπον.

Η κορασίς, την μίαν χείρα επί του σώματος του πάνθηρος, την άλλην επί του τοίχου του αμφιθεάτρου εχούσα, ύψωσε τους οφθαλμούς της προς το εμβρόντητον πλήθος και εφάνη ως να έλεγε:

-Πιστεύετε τώρα εις την παντοδυναμίαν του Θεού μου;…

Το μαρτυρολόγιον της Εκκλησίας μάς αναφέρει μυρίας σκηνάς ωσάν αυτήν. Ο Θεός των μαρτύρων είναι ο Θεός ημών…

Τα εγκόσμια πράγματα περνούν, οι αιώνες παρέρχονται. Ο Θεός είναι πάντοτε ο αυτός και ο ουρανός μένει αμετάβλητος.

Ο Θεός ημών διά να δοξάση τους μάρτυρας εζήτησε να χύσουν δι’ αυτόν το αίμα των. Ποίος θα πιστεύση ότι θα δώση εις ημάς την αιωνίαν ζωήν χωρίς ν’ αγωνισθώμεν τον αγώνα τον καλόν εναντίον της κακίας; Κάθε χριστανός είναι στρατιώτης. Τα σφάλματα και τα ελαττώματα μας είναι πολλάκις τρομερώτερα από τας τίγρεις και τους λέοντας. Αλλά ας έχωμεν θάρρος και θα τα νικήσωμεν! Και θα δοξασθώμεν!