Καλοκαίρι

Από Βικιθήκη
Καλοκαίρι
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Διονύσιος Σολωμός



Τώρα η άνοιξη μας έκρυψε
τ' ανθηρά, τα ωραία της δώρα,
και προβαίνει ασταχοφόρα
του καλοκαιριού η αυγή.

Και αποκάτου από τον ήλιο
τόσο του άμμου η λαύρα αυξύνει,
που εις τη βάρβαρη Κυρήνη
μόλις είναι η λαύρα αυτή.

Τώρα πλέον το γλυκοχάραμα
η δροσιά δε συντροφεύει,
χόρτο ούτ' άνθι θεραπεύει
μήτε μία σταλαματιά.

Πλέον δε σέρνει ο ρύαξ το ρεύμα
εις την γην οπού διψάει
και σκασμένη αναζητάει
τα καρπόφορα νερά.

Τη φαγό κοιτάζει ο ήλιος
μπουχωμένη, χλωμιασμένη,
που είδε ο Μάης ξανανιωμένη
εις τα φύλλα, εις τη μορφή·

και εις την γην την μητρικήν της
σκιάν ολίγη δεν αφήνει,
μήτε σκιά του ρύακος δίνει
που της έδωσε θροφή.

Ιδρωμένος στήθια, πρόσωπο,
πάνω εκεί στα θερισμένα,
με τα μέλη ξαπλωμένα,
να, κοιμάται ο θεριστής·

πάει, και τς ίδρωτες που τρέχουν,
από πάνου του γυρμένη,
η βοσκούλα ερωτεμένη
του σφουγγίζει παρευθύς.

Κείτεται στην γη την άκαρπη
το σκυλί κι αδυναμίζει
και ποτέ του δε γαβγίζει
στον αυθέντη του κοντά·

αλλά το ξερό λαρύγγι
πολεμάει να ξανασάνει,
παίρνει αέρηδες και βγάνει
λαχανιάσματα συχνά.

Κειος ο ταύρος, που ποιμένες,
νύμφες, του 'χανε καμάρι,
με τα κέρατα αντιβάρει
εις τα δέντρα δυνατά, -

τώρα αργός κοιτάει, μουγκρίζει,
στου αυλακιού την πρασινάδα,
και με μούγκρισμα η γελάδα
αποκριέται ερωτικά.

Τα πετούμενα ησυχάζουν·
μελωδίες δεν ασηκώνει
το γλυκόφωνο τ' αηδόνι,
αλλ' ο τσίτσικας λαλεί.

Και τα εντύματα τα νέα
δείχνουν τα παλαιά τα φίδια·
διπλωμένα στα φραξίδια
προς τον ήλιο έχουν στολή.

Της ημέρας της μακρίας
εις την κάψα, ως και τα μαύρα
και τα ψάρια από τη λαύρα
έχουν κύματα ζεστά·

Και από τ' άντρα τους δε βγαίνουν
μέσ' στο πέλαο να τρέχουν,
αλλ' οικιά στες πέτρες έχουν
και εις τα φύκια τα πικρά.