Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Η

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Η


Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι
ορμάει, κι' ο Πάρης έτρεχε μαζί του· και των διό τους
μέσα τους γύρεβε η καρδιά να σφάξουν και να θύσουν.
Κι' όπως σε νάφτες που ποθούν μιά στάλα αγέρι πρύμο,
του Κρόνου τούς το στέλνει ο γιος σαν τύχει κι' αποστάσουν    5
χτυπώντας με τα λάτινα καλόξυστα κουπιά τους
το κύμα, κι' είναι η μέση τους απ' τη δουλιά κομένη·
έτσι κι' αφτούς, σα φάνηκαν, οι Τρώες τους ποθούσαν.
Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη,
τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα    10
η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος.
Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω
κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή τού παίρνει.
Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος,
μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο,
του Δέξη γιο — ότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι —    15
στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου.
Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα
θεά Αθήνα, πως λιάνιζαν τους Αχαιούς στη μάχη,
χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ελυμπήσα κάτου
να πάει στον κάμπο τον πλατύ. Αντίθετά της τρέχει    20
κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος
ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν.
Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος
« Τί ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι,
» του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου ;    25
» Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη
» να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει.
» Μα άκου με, αν θέλεις, κι' ίσως βγει πολύ καλύτερά μας·
» τώρα την έρμα ας πάψουμε σφαγή και τους πολέμους
» σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούνται ως που την άκρη    30
» της Τριάς να βρούνε, αφού μαθές τ' αποφασίσατε έτσι
» εσείς οι διο οι αθάνατες, να φάτε αφτό το κάστρο. »
Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα
« Κάλια έτσι ναι, προφυλαχτή, και με την ίδια γνώμη
» ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο στων διό στρατών τη μέση.    35
» Μόν έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις ; »
Τότες της είπε ο σκοπεφτής αφέντης γιος του Δία
« Τον Έχτορα ας σηκώσουμε, τον άφοβο αλογάρη,
» μήπως τυχόν κάνα Αχαιό μονάχος με μονάχο
» αντροκαλέσει σε σκληρή να μετρηθούνε μάχη,    40
» κι' αφτοί ίσως φιλοτιμηθούν και βγάλουν, οι Αργίτες,
» τον Αία με τον Έχτορα να χαλκοπολεμήσει. »
Έτσι είπε, κι' η θεά Αθήνα κατά πώς είπε κάνει.
Και τους νογάει ο Έλενος, του γέρου ο γιος Πριάμου,
το τί βουλή αποφάσισαν οι διό θεοί μιλώντας,    45
και πάει στον Έχτορα σιμά και στέκει και του κάνει
« Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία,
» τάχα ότι πω το λόγο μου θ' ακούσεις ; — αδερφό σου
» μ' έχεις μαθές — τους διό στρατούς βάλ' τους να κάτσουν τώρα,
» μα ένανε εσύ απ' τους οχτρούς, τον πιο καλύτερό τους,    50
» σε μάχη κράξ' τον άπονη να μετρηθεί αντικρύ σου.
» Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη,
» γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνε. »
Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο,
και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε,    55
τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι.
Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει,
κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρης
— παρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικά — στην τρανοκόρμα απάνου
του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας    60
τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι,
απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.
Πώς μπάτη χνώτο χύνεται πας στου γιαλού την άπλα
όταν πρωτοσηκώνεται, και τα νερά σουφρώνουν,
τέτιοι κι' οι λόχοι κάθουνταν των διο στρατών στον κάμπο.    65
Κι' είπε στη μέση ο Έχτορας των Αχαιών και Τρώων
« Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι,
» για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.
» Τους όρκους δεν τους έβγαλε δεξά ο μεγάλος Δίας,
» μόν μηχανέβει όλο κακά και για τους διο στο νου του,    70
» ως που ή τ' ομορφοπύργωτο να μας ρημάξτε κάστρο
» ή εσείς να δαμαστείτε ομπρός στα πελαγήσα πλοία.
» Όμως μαζί σας ήρθανε ολούθες παλικάρια,
» κι' ομπρός ! όπιου βαστά η καρδιά, ας έρθει ομπρός απ' όλους
» μ' εμένα εδώ τον Έχτορα να πρωταγωνιστήσει.    75
» Και νά ! τι λέω, κι' ας είναι ο γιος του Κρόνου μάρτυράς μας·
» αφτός αν με το δίκοφτο χαλκό με σφάξει εμένα,
» ας μου τα βγάλει τ' άρματα και στα καράβια ας σύρει,
» μα ας δώκει πίσω το κορμί, που καν το λείψανό μου
» οι Τρώες και των Τρώωνε να κάψουν οι γυναίκες.    80
» Μα εγώ αν τον σφάξω, αν δώκει μου τέτιο καμάρι ο Φοίβος,
» θαν τον γυμνώσω απ' τ' άρματα και θαν τα πάω στο κάστρο
» ναν τα κρεμάσω μέσα εκεί στην εκκλησά του Φοίβου,
» δίνοντας πίσω το κορμί στ' ανάφρυδα καράβια,
» για να στολίσουν το νεκρό οι παινεμένοι Αργίτες    85
» και μνήμα απάς στ' απλόχωρο περγιάλι ναν του στήσουν.
» Κι' ίσως μιά μέρα πει κανείς απ' τους στερνούς ανθρώπους,
» πολύκουπα αρμενίζοντας πας στο γαλάζο κύμα
» ' Νά! μνήμα εκεί παλικαριού που στα παλιά τα χρόνια
» του κοσμοξάκουστου Έχτορα τον σκότωσε το χέρι.'    90
» Έτσι ίσως πουν, κι' η δόξα μου θα ζει μου αιώνια εμένα.»
Είπε, κι' εκείνοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη·
όχι να πούνε ντράπηκαν, ναι δείλιασαν να πούνε.
Μα με καιρό πετιέται πια και τους λαλεί ο Μενέλας
με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος    95
« Ώχου μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες,
» πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι
» μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι.
» Μα αμέτε στην οργή όλοι εσείς — φωτιά που να σας κάψει! —
» που αφτού σαν ψόφιοι, έτσι άδοξα, μου κάθεστε ένας ένας·    100
» αφτόν εγώ θ' αρματωθώ ναν τον βαρέσω ατός μου.
» Το τί θα βγει, είναι στων θεών απάνου εκεί τα χέρια.»
Είπε, κι' αμέσως φόρεσε την πλούσια αρματωσά του.
Τότες πια αλήθια θάβλεπες, Μενέλα, του θανάτου
το τέλος απ' του Έχτορα τη σταλωμένη χέρα,    105
τι είταν ανότερος πολύ, αν ίσως κι' οι αρχόντοι
των Αχαιών δεν τρέχανε να σε βαστάξουν πίσω.
Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος,
του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι
« Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα
» η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα    110
» μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου
» να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι.
» Αφτόν και του Πηλέα ο γιος στη δοξοδότρα μάχη
» να σμίξει δείλιαε, πούναι σου πολύ πιο παλικάρι.
» Μα άμε εσύ τώρα κάτσε εκεί με τους συντρόφους, κι' άλλο    115
» κοντάρι εμείς του βγάζουμε ν' αγωνιστεί μαζί του.
» Κι' όσο κι' αν είναι ατρόμητος και φόνο δε χορταίνει,
» χαίροντας το πλεβρό θαρρώ θα γύρει, πρώτα αν σώσει
» γερός να φύγει απ' τη σφαγή κι' απ' το κονταροχτύπι.»
Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη,    120
τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι
του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους.
Τότες σηκωθή ο Νέστορας στη μέση και τους είπε
« Ω τί κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα !
» Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης,    125
» των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος,
» πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα,
» και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα·
» τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν,
» πολλές φορές θα σήκωνε προς τους θεούς τα χέρια,    130
» να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη.
» Ε νιός κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο,
» σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι
» χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες,
» εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο.    135
» Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης,
» άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας
» τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι
» βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες·
» τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι,    140
» παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο.
» Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος,
» σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος
» δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση
» κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει·    145
» έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.
» Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη·
» και σπίτι απέ σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη,
» τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη.
» Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες,
» κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε·    150
» κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε.
» Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω
» απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιός στα χρόνια απ' όλους.
» Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα.
» Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο,    155
» τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος.
» Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν!
» δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του.
» Μα εδώ από σας κι' όσοι είσαστε των Αχαιών οι πρώτοι,
» κανείς τον Έχτορα όρεξη δεν έχει ν' αντικρύσει.»    160
Έτσι τους μάλωσε, κι' εννιά σηκώνουνται όλοι όλοι.
Σηκώθη απ' όλους πριν πολύ ο βασιλιά Αγαμέμνος,
κατόπι του Τυδέα ο γιος, ο άφοβος Διομήδης,
κατόπι οι Αίϊδες οι διο, ψημένα παλικάρια,
κατόπι ο άξιος Δομενιάς, μαζί κι' ο παραγιός του    165
Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη·
ο Βρύπυλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου·
όρθιος κι' ο Θόας βρέθηκε κι' ο γνωστικός Δυσσέας.
Αφτοί όλοι με τον Έχτορα να χτυπηθούν ζητούσαν.
Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης    170
« Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει·
» γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας,
» μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει
» πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσω.»
Είπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα    175
στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου.
Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει
προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας
είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια
« Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης,
» για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας.»    180
Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος
όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν,
του Αία. Τότες στη γραμμή παντού τον πήγε ο κράχτης,
κι' απ' τα δεξά τον έδειχνε στους βασιλιάδες όλους·
κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας.    185
Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος
στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος
τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει
το χέρι ο Αίας —πάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτης—
τι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι.
Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει    190
« Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός ! Και τόχω εγώ μεγάλη
» χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω.
» Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης,
» αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία,
» σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν...    195
» ή κι' ανοιχτά, τι πιόν εδώ θα φοβηθούμε κιόλας;
» Πιός θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε
» αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος
» δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα.»
Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία,    200
κι' είπαν ξανάπαν, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια
« Δία πατέρα, π' αψηλά ορίζεις οχ την Ίδα,
» μεγάλε, μυριοδόξαστε ! του Αία δώσ' του νίκη,
» και βοήθησέ τον ζηλεφτό καμάρι να κερδίσει·
» μα αν και τον Έχτορα αγαπάς, την συλλογή του αν έχεις,
» καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα.»    205
Είπαν, κι' εκείνος ζώστηκε τ' αστραφτερά άρματά του.
Κι' όλη την πλούσια αρματωσά σα φόρεσε στο σώμα,
χοίμηξε τότε, ο γίγας λες σα να ροβόλαε Άρης
που πάει σ' αντρώνε πόλεμο, αντρών που σπρώχνει ο Δίας
με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας·    210
γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος,
κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια
δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι.
Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων
τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα.    215
Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια,
μιάς όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε
πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω.
Κι' ασπίδα ο Αίας πλάκωσε σαν πύργο κουβαλώντας
πλούμια χαλκένια εφτάβοϊδη, που τούδεσε με τέχνη    220
ο Φτιάστης, ο πιο ξακουστός πετσάς, της Ύλης θρέμμα·
που τούφτιασε εφτατόμαρη από καλοθρεμένους
τάβρους ασπίδα, μ' όγδοη λάμα χαλκού από πάνου·
μ' αφτή στα στήθια του μπροστά, τον Έχτορα ζυγώνει
σιμά σιμά, απέ στέκεται κι' αρχίζει τις φοβέρες    225
« Έχτορα, τώρα πια άλαθα θα δεις με μόνο μόνος
» σαν τι κοντάρια έχουν εδώ κι' οι Δαναοί στον κάμπο
» και δίχως λοχοσπάστορα λιοντόκαρδο Αχιλέα.
» Ναι, αφτός στα γοργοτάξιδα φιγουρωτά καράβια
» κάθεται αργός, τι χόλιασε του βασιλιά Αγαμέμνου·    230
» μα να σου βγούμε εδώ 'μαστε σαν τέτιους που γυρέβεις
» πολλοί, όσους θες. Μόν άρχιζε τη μάχη και τους χτύπους.»
Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου
« Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα,
» μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα    235
» ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι.
» Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω·
» ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο
» τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες·
» μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα,    240
» ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη.
» Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω
» και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω.»
Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι,
και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα,    245
άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα.
Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες,
και στέκει στο στερνό πετσί. Τότε ο μεγάλος Αίας
κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο
κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα.    250
Και το γερό όπλο τού περνάει ως πέρα την ασπίδα
και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα,
και το σκουτί ίσα εκεί κοντά τού σκίζει στο λαγγόνι·
μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο.
Τότε ύψωσαν κι' οι διο μαζί τα δέφτερα κοντάρια    255
και ρήχτηκαν· λες είτανε λιοντάρια σαρκοφάγα,
για άγρια γουρούνια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμή τους.
Εκεί του βρήκε ο Έχτορας στη μέση την ασπίδα,
μα δεν την έσκισε ο χαλκός, τι στράβωσε στην άκρη.
Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του,    260
κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσα — κι' ενώ ορμούσε
πίσω ξανά τον άμπωξε — και κόφτοντας τού πήγε
ως στο λιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.
Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι·
κωλώνει και μιά πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα
πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη·    265
μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα
στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος.
Τότες κι' ο Αίας άδραξε μιά πιο πολύ μεγάλη
κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την
με δύναμη ως απάνου εκεί. Κι' ως μέσα την ασπίδα
ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει    270
τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας
με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος.
Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε,
μον νά! διο κράχτες — των θεών κι' αντρών μαντατοφόροι —
ήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος,    275
κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης.
Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος
είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες
« Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε,
» τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας,    280
» άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι.
» Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα.»
Τότες ο Αίας τ' απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα
« Νιδιέ, όλα αφτά του Έχτορα κοπιάστε ναν τα πείτε·
» τι αφτός ζητούσε ναν του βγουν σε μάχη οι πιο καλοί μας.    285
» Ας κάνει αρχή· όχι δε θα πω, αν πρώτα αφτός θελήσει.»
Τότε ο λεβέντης Έχτορας τ' απάντησε διο λόγια
« Αία, αφού σούδωκε ο θεός κορμοστασά αντριοσύνη
» και γνώση, κι' είσαι στ' άρματα των Αχαιών ο πρώτος,
» τώρα τη μάχη ας πάψουμε τις λαβωσές τους χτύπους,    290
» — σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούμαστε ως που ο Δίας
» να μας χωρίσει, κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει·
» τώρα νυχτώνει, σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα —
» κι' εσύ στα πλοία πήγαινε και καλοκάρδισε όλους,
» κι' απ' όλους πρώτα, τους δικούς και τους συντρόφους πούχεις,    295
» και πάλι εγώ μες στο καστρί του βασιλιά Πριάμου
» όλων θα γιάνω την καρδιά, κι' αντρών και γυναικώνε,
» που στους θεούς θα πρόσπεσαν, τι τρέμουν μήπως πάθω.
» Κι' έλα ένα δώρο ξακουστό ας δώσουμε ένας τ' άλλου,
» που κάθε Τρώας κι' Αχαιός να πει σαν τέτια λόγια    300
» 'Πρώτα ναι μεν πολέμησαν ψυχόφαγη απ' αμάχη,
» όμως μ' αγάπη χώρισαν κατόπι φιλιωμένοι.'»
Είπε, και μια ασημόκαρφη πάει και του δίνει πάλα
με το καλόκοφτο λουρί και με φηκάρι αντάμα·
ζουνάρι ο Αίας τούδωκε βυσσινολαμπρισμένο.    305
Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας
των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω
κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες
άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει,
γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια.
Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα.    310
Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το γιγαντόκορμο Αία
τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης.
Και στις καλύβες φτάνοντας του βασιλιά Αγαμέμνου,
εφτύς στον παντοδύναμο του Κρόνου γιό 'να βόδι
ο γιος τ' Ατρέα αρσενικό πεντάχρονο τους σφάζει.    315
Που γδέρνουν το και με σπουδή το ξεσπλαχνίζουν όλο
και λιανισμένο τεχνικά στις σούγλες το περνούνε,
το ψαίνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν.
Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι,
τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.    320
Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία
μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.
Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
άρχισε ο γερο Νέστορας να δασκαλέβει πρώτος,
π' απ' όλους πιο σοφή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη.    325
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε
« Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι,
» πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα,
» π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα
» μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης
» τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη.    330
» Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους,
» και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια
» φέρνουμε και τους καίμε εδώ — και στη φωτιά τριγύρω    333
» μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμε — γυρνώντας    336
» ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως
» ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων.
» Και πόρτες λέω να βάλουμε μαστορικά δεμένες,
» που μέσα νάχει απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο.    340
» Κι' απ' όξω ας σκάψουμε βαθύ χαντάκι ομπρός στους πύργους,
» που να μας σώζει το στρατό και τ' άλογα τριγύρω,
» μπας καμιάν ώρα ο πόλεμος βαρύνει των οχτρώνε.»
Έτσι είπε, κι' είπαν μάλιστα οι βασιλιάδες όλοι.
Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες    345
πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο.
Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο
« Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι,
» για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.
» Ελάτε, αδρέφια, στους οχτρούς Λενιό μαζί και πράμα    350
» δώστε κι' ας φέβγουν, τι ρητούς τώρα αθετώντας όρκους
» τους πολεμάμε· συφορές για αφτό μας απαντέχουν.»    352
Είπε και κάθησε. Έπειτα σηκώθη απάνου ο Πάρης,    354
της ροδοζύμωτης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας.    355
Αφτός γυρνάει και τ' απαντά διο φτερωμένα λόγια
« Αντήνορα, όσα τώρα λες δεν είναι φίλου λόγια·
» σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.
» Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου,
» τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει.    360
» Μα θα λαλήσω τώρα εγώ εδώ μπροστά στους Τρώες·
» νά! το κηρύχνω ορθά κοφτά, γυναίκα εγώ δε δίνω!
» όμως το βιός όσό 'φερα στην Τροία απ' τ' Άργος, όλο
» το δίνω, κι' απ' το πλούτος μου τους βάζω κι' άλλο ακόμα.»
Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι' ο Πρίαμος κατόπι    365
σηκώθηκε, άντρας με μιαλό ισόβαρο του Δία.
Αφτός με λόγια φρόνιμα τους μίλησε έτσι κι' είπε
« Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι,
» για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.
» Τώρα σαν πριν πηγαίνετε να φάτε μες στη χώρα,    370
» κι' απέ στις βάρδιες όλοι σας! και ξάγρυπνοι όλη νύχτα.
» Κι' ας σύρει ο κράχτης την αβγή στα βαθουλά καράβια
» να πει στ' Ατριά τους διο τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο,
» τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη.
» Μα ας ρήξει τεχνικά κι' αφτό το λόγο, αν θεν να πάψουν    375
» τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους
» να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας
» να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.»
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε.    379
Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια,    381
κι' εκεί τους βρήκε σε βουλή, τους πολεμοψημένους
Αργίτες, δίπλα στ' ακρινό του βασιλιά καράβι.
Κι' είπε, στη μέση στέκοντας, ο βροντολάλος κράχτης
« Τ' Αντρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι,    385
» μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες
» Τρώες —αν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζει —
» τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη.
» Όλο το βιός όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια
» στην Τροία — που έτσι η θάλασσα νά θε τον πνίξει πρώτα !—    390
» το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα·
» το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα
» λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.
» Κι' ακόμα αφτό με πρόσταξε να πω· να πάψτε, αν θέτε,
» τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους    395
» να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας
» να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.»
Είπε, κι' εκείνοι σώπασαν δίχως να βγάζουν λέξη.
Μα με καιρό τους λάλησε ο θαρρετός Διομήδης
« Τώρα όχι ! ά μη δεχτεί κανείς του Πάρη μήτε βιός του    400
» μήτε Λενιό. Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι,
» πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτια.»
Είπε, και ζητωκράβγασαν με μιά φωνή οι Αργίτες,
τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη.
Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος    405
« Νιδιέ, νά! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο,
» τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω.
» Μα το να κάψτε τους νεκρούς, αμπόδια δε σας βάζω·
» τι μιάς και πάει ο άνθρωπος, τι βλάφτει χέρι χέρι
» να μερωθεί το λείψανο με της φωτιάς τη χάρη ;    410
» Τ' όρκου μου ας είναι μάρτυρας ο Ελυμπήσος Δίας !»
Είπε, κι' υψώνει το χρυσό ραβδί προς τα ουράνια.
Κι' ο κράχτης πίσω μίσεψε κατά της Τριάς το κάστρο.
Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι
όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας    415
πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης,
καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.
Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν,
να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα.    418
Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια    421
και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα
ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια.
Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει,
μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες,    425
χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια.
Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες
βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας·
κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο.    429
Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια    419
στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα.    420
Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα    430
τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα·
κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια.
Κι' όταν ακόμα μήτε αβγή, μον μισασπρίζει η νύχτα
τότες τριγύρω στη φωτιά συνάχτηκαν νομάτοι
των Αχαιώνε διαλεχτοί — και γύρω της μνημούρι    435
έφτιασαν ένα αχώριστο για όλους — απ' τον κάμπο
γυρνώντας· κι' έχτισαν κοντά καστρότειχο με πύργους
έτσι αψηλούς, διαφέντεμα δικό τους και των πλοίων.
Και με πορτί τους βόλεψαν, μαστορικά δεμένο,
για νάχει μέσα απ' το πορτί των αμαξώνε δρόμο.
Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο    440
βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια.
Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες.
Και κάθουνταν τότε οι θεοί στον αστραποτινάχτη
Δία κοντά, και τη δουλιά θωρούσαν τη μεγάλη
των χαλκαρμάτωνε Αχαιών. Κι' ο Ποσειδός αρχίζει
και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια    445
« Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη
» άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του;
» Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία
» έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω,
» μα δίχως στους θεούς σφαχτά και δώρα να προσφέρουν.    450
» Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος,
» μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος,
» του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος.»
Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος
« Ώχου! τί λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη;    455
» Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο
» που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια.
» Ναί, αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος,
» μα τί μ' αφτό; Σα φύγουνε οι παινεμένοι Αργίτες
» με τα καράβια τους ξανά στην ποθητή πατρίδα,    460
» τότες το κάστρο γκρέμισ' το και σκόρπα το στο κύμα,
» και μ' άμμο σκέπασε ξανά τ' απλόχωρο ακρογιάλι.»    462
Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Και βασιλέβει ο ήλιος,    464
και τότες τέλιωσε η δουλιά των Αχαιών. Και πιάνουν    465
να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες.
Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα
πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης,
που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη·
και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο,    470
του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.
Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος,
πιός με λεβέτια χάλκινα και πιός με σιδερένια
και πιός μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι,
κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφαντωτό τραπέζι.    475
Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες
στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώϊδες με τους βοηθούς στο κάστρο,
κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας,
άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα.
Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου,    480
μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάζει
το μέρος πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία.
Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μιά σταλιά τον ύπνο.