Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Η

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Η'. Η Σαμαρείτισσα


Ο κατευθείαν δρόμος μεταξύ Ιουδαίας και Γαλιλαίας περνούσε μέσα στη Σαμάρεια, βόρεια της Ιουδαίας. Και όμως κανένας Ιουδαίος ή Γαλιλαίος δεν έπαιρνε ποτέ το δρόμο αυτό.

Οι Σαμαρείτες δεν ήταν γνήσιοι Ισραηλίτες, αλλά λαός μεικτός από Εβραίους και ξένους. Μετά τις καταστροφές του βασιλείου του Ισραήλ—πρώτα στα 722 και αργότερα πάλι στα 587 π.Χ.— και την αιχμαλωσία των Εβραίων στη Βαβυλώνα, οι βασιλείς της Ασσυρίας, για να συνοικίσουν πάλι την ερημωμένη χώρα της Σαμάρειας, επέτρεψαν σε πολλούς Εβραίους να επιστρέψουν στον τόπο τους, κατά τα 536 π.Χ., κι έστειλαν από τη Μεσοποταμία μετοίκους, ιδίως Χουθαίους, που ανακατώθηκαν με τα λείψανα των Εβραίων που είχαν μείνει στη Σαμάρεια.

Από το ανακάτωμα αυτό των διαφόρων φυλών, όσο και από τη μακρινή τους διαμονή στη Βαβυλώνα, οι Σαμαρείτες είχαν χάσει πολλή από την αποκλειστικότητα των άλλων Εβραίων, και είχαν φέρει στον τόπο τους συνήθειες ξένες, που ερέθιζαν και εξόργιζαν τους ομόθρησκούς των. Όλες οι άλλες φυλές της Παλαιστίνης τους περιφρονούσαν και τους μισούσαν τόσο, ώστε Ιουδαίοι και Γαλιλαίοι, πηγαίνοντας οι μεν στους δε, προτιμούσαν να κάνουν μεγάλο αλλόγυρο και να περάσουν από την Περαία, πέρα από τον Ιορδάνη, παρά να διαβούν από τη Σαμάρεια.

Άλλωστε, το μίσος αυτό κρατούσε από μακρύτερα ακόμα, από το σχίσμα που, κατά το 975 π.Χ., χώρισε τις δέκα φυλές του Ισραήλ και χάλασε την ενότητα του βασιλείου του Δαυίδ.

Και όμως, με όλες τις ξένες επιδρομές, η αρχική θρησκεία του Μωυσή, η καθαρή Ιουδαϊκή μονοθεΐα, είχε επικρατήσει αγνή στους Σαμαρείτες, οι οποίοι όμως εκτός από τα βιβλία του Μωυσή (την Πεντάτευχο) δεν εδέχουνταν άλλα ιερά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Γι' αυτό οι άλλοι Εβραίοι δεν τους αναγνώριζαν για δικούς τους, δεν τους δέχουνταν ως ομόφυλους και ομόθρησκους· με αποστροφή τους έλεγαν Σαμαρείτες και Χουθαίους, και τους περιφρονούσαν τόσο, που ούτε νερό δεν καταδέχουνταν να πάρουν από Σαμαρείτη, ούτε να του μιλήσουν, ακόμα λιγότερο να του ζητήσουν τίποτε.

— Ψωμί παρμένο από Σαμαρείτη γίνεται χοίρος, έλεγαν οι Ιουδαίοι, στους οποίους η θρησκεία απαγόρευε το χοιρινό κρέας.

Η μεγαλύτερη βρισιά για ένα Ιουδαίο ήταν να τον πεις Σαμαρείτη. Ιουδαίος ή Γαλιλαίος που είχε σχετισθεί με Σαμαρείτη θεωρούνταν μολυσμένος, και έπρεπε να καθαριστεί με νηστείες και προσευχές πριν επιστρέψει στους συντοπίτες του. Η περιφρόνηση των Φαρισαίων για τους Σαμαρείτες πήγαινε ως πέρα από το θάνατο· ενώ αυτοί πίστευαν στην ανάσταση, την αρνούνταν για τους Σαμαρείτες, τόσο τους θεωρούσαν καταραμένους από το Θεό.

Όταν στα 516 π.Χ. ξαναχτίστηκε ο ναός της Ιερουσαλήμ, που τον είχαν καταστρέψει οι Βαβυλώνιοι στα 887, οι Σαμαρείτες θέλησαν και αυτοί να συνδράμουν αλλά οι Ιουδαίοι με φθόνο και περιφρόνηση τους αρνήθηκαν το δικαίωμα αυτό. Οι Σαμαρείτες δεν το ξέχασαν, και, δυο αιώνες αργότερα, με την άδεια του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, έχτισαν και αυτοί έναν ιερό ναό απάνω στο βουνό Γαριζίν.

Αυτό θεωρήθηκε ιεροσυλία από τους Ιουδαίους, που εννοούσαν να υπάρχει ένας και μόνον ιερός ναός, ο ναός του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ, και το μίσος τους αύξησε ακόμα περισσότερο.

Στα 128 π.Χ. καταστράφηκε ο ναός του Γαριζίν από το βασιλέα των Ιουδαίων, τον Ιωάννη τον Τρκανό, από το γένος των Μακκαβαίων. Αλλά οι Σαμαρείτες εξακολουθούσαν να θεωρούν τα ερείπιά του βωμό της θρησκείας τους, και το Γαριζίν έμεινε ιερό βουνό.

Ο Ιησούς, που δε συμμερίζουνταν καθόλου το αδικαιολόγητο μίσος των συντοπιτών του για τους Σαμαρείτες, από τη βόρεια Ιουδαία όπου βρίσκουνταν, τράβηξε κατά τη Γαλιλαία, περνώντας από τη Σαμάρεια.

Ήταν περίπου μεσημέρι σαν έφθασε στη Σιχάρ, πόλη της Σαμάρειας, άλλοτε μεγάλη και πλούσια πρωτεύουσα, αλλά ξεπεσμένη πια εκείνο τον καιρό. Περπατούσε από το πρωί, και ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε δυνατά εκείνη την ώρα. Πλάγι στο μεγάλο δρόμο ήταν το πηγάδι του Ιακώβ ως μισή ώρα μακριά από τη χώρα. Κουρασμένος από το δρόμο, ζεσταμένος και σκονισμένος, κάθισε ο Ιησούς στο πεζούλι του πηγαδιού, και περίμενε τους μαθητές του που είχαν τραβήξει για τη χώρα να ψουνίσουν τροφές.

Αντίκρυ του το Γαριζίν ύψωνε την απαλή και ολοπράσινη ράχη του με τα ερείπια του ναού του, τις ασημένιες φουντωτές ελιές, τ' ανθισμένα οπωροφόρα δένδρα και τα μυριόχρωμα αγριολούλουδα. Η Σαμάρεια τότε, όπως και η Γαλιλαία, ήταν κατάφυτη, είχε δάση πολλά, πηγές άφθονες, καλλιέργεια εκτεταμένη, ήταν η αντίθεση της αυστηρής, ξερής και άχαρης Ιουδαίας.

Μονάχος στην όμορφη αυτή φύση κάθουνταν ο Ιησούς και διαλογίζουνταν, όταν μια γυναίκα με τη στάμνα στον ώμο κατέφθασε να πάρει νερό. Την είδε ο Ιησούς που σίμωσε, που έδεσε το άντλημά της και το έριξε στο πηγάδι. Και σαν το τράβηξε απάνω και γέμισε τη στάμνα της, της είπε ο Ιησούς:

— Δώσ' μου να πιω.

Η ομιλία του όσο και τα ρούχα του μαρτυρούσαν πως δεν ήταν Σαμαρείτης.

Με απορία του είπε η γυναίκα:

— Πως, εσύ Ιουδαίος, ζητάς από μένα τη Σαμαρείτισσα να σου δώσω να πιεις; Οι Ιουδαίοι δε συντροφιάζουν με τους Σαμαρείτες.

Της είπε ο Ιησούς:

— Αν ήξερες το δώρο του Θεού, και ποιος είναι εκείνος που σου είπε «Δώσ' μου να πιω», εσύ θα του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό ζωντανό — που θα έδινε ζωή ψυχική. Τα αινιγματικά αυτά λόγια του Ιησού την έριξαν σε απορία, ίσως και να τη διασκέδασαν.

— Κύριε, του είπε, ούτε άντλημα έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· πού θα βρεις το νερό το ζωντανό;

Και με κάποια ειρωνεία τον ρώτησε:

— Ή μήπως είσαι μεγαλύτερος και από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι αυτό, και ήπιε ο ίδιος και ήπιαν οι γιοι του και τα θρέμματά του;

Ο Ιακώβ ήταν το καύχημα των Σαμαρειτών, που λέγουνταν παιδιά του.

Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε:

— Όποιος πιει από το νερό αυτό, θα ξαναδιψάσει· μα όποιος πιει από το νερό που δίνω εγώ, δε θα διψάσει πια ποτέ γιατί το νερό που δίνω εγώ θα γίνει μέσα του πηγή που ν' αναβρύζει ζωή αιωνία.

— Κύριε, ανεφώνησε η γυναίκα, δώσ' μου αυτό το νερό, να μη διψώ, ούτε να έρχομαι εδώ ν' αντλώ.

Την είδε ο Ιησούς πως μιλούσε με περισσότερη περιέργεια παρά πίστη.

— Πήγαινε, της είπε, φώναξε τον άντρα σου κι έλα εδώ.

Του αποκρίθηκε εκείνη:

— Δεν έχω άντρα.

— Καλά το λες πως δεν έχεις άντρα, της είπε ο Ιησούς. Γιατί πέντε άντρες πήρες, κι εκείνος που έχεις τώρα δεν είναι νόμιμος άντρας σου. Αυτό που είπες είναι αλήθεια.

Η Σαμαρείτισσα ταράχθηκε.

— Κύριε, ανεφώνησε, το βλέπω πως είσαι προφήτης.

Και ανεβαίνοντας σε άλλες σκέψεις, πιο αφηρημένες, του μίλησε για το μεγάλο ζήτημα που χώριζε τις δυο αιρέσεις και άναβε τέτοιο μίσος μεταξύ στις δυο φυλές. — Οι πατέρες μας σε τούτο το βουνό προσκύνησαν, είπε, δείχνοντας το Γαριζίν, μα εσείς λέτε πως στην Ιερουσαλήμ είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνούμε. — Γυναίκα, είπε ο Ιησούς, πίστεψέ με· έρχεται η ώρα που ούτε σε τούτο το βουνό, ούτε στην Ιερουσαλήμ δε θα προσκυνήσετε τον πατέρα.

Λόγος μεγάλος, όπου στηρίζεται η τέλεια θρησκεία της ανθρωπότητος, η αγνή λατρεία, χωρίς εποχή και χωρίς τοπικές διακρίσεις. Η θρησκεία του αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα, και την αφήνει ελεύθερη παντού και πάντα, να λατρεύει το Θεό.

Και της είπε:

— Μα έρχεται η ώρα, και ήλθε μάλιστα, που οι αληθινοί πιστοί θα προσκυνήσουν τον πατέρα —όχι με άψυχους εξωτερικούς τύπους και με το ψέμα— αλλά με το πνεύμα και με την αλήθεια. Και ο πατέρας έτσι θέλει να τον προσκυνούν. Γιατί ο θεός είναι πνεύμα, και, όσοι τον προσκυνούν, πρέπει με το πνεύμα και την αλήθεια να τον προσκυνούν.

Συλλογισμένη είπε η Σαμαρείτισσα:

— Το ξέρω πως έρχεται ο Μεσσίας, εκείνος που τον ονομάζουν Χριστό.

Το μόνο σημείο, όπου συμφωνούσαν Σαμαρείτες και Ιουδαίοι, ήταν ο ερχομός του Μεσσία· οι Σαμαρείτες όμως δεν είχαν επηρεαστεί καθόλου από θεωρίες που είχαν οι Φαρισαίοι για τον επίγειο βασιλέα. Οι ελπίδες τους ήταν αποκλειστικά θρησκευτικές και άυλες, καμιά υλιστική ελπίδα βασιλείας δεν ασχήμιζε το όνειρο τους.

Και πρόσθεσε η Σαμαρείτισσα:

— Όταν έλθει εκείνος, θα μας αναγγείλει τα πάντα.

Και της είπε ο Ιησούς:

— Εκείνος είμαι εγώ που σου μιλώ.

Εκείνη την ώρα έφθασαν οι μαθητές, γυρίζοντας από τη χώρα και η ομιλία διακόπηκε. Με απορία είδαν τον Κύριό τους να μιλά με γυναίκα. Γιατί οι Εβραίοι θεωρούσαν τη γυναίκα τόσο κατώτερο πλάσμα, που δεν καταδέχουνταν να της μιλούν δημόσια, ακόμα και δική τους αν ήταν. Οι Ραββίνοι, ακόμα πιο ακατάδεκτοι και πιο σκληροί, δεν παραδέχουνταν ούτε να διδάξουν γυναίκα· τους ήταν απαγορευμένο να της μιλήσουν ή να τη χαιρετήσουν εμπρός σε άλλους.

Αν και απόρησαν οι μαθητές, σαν είδαν το δάσκαλο τους να μιλά με τη Σαμαρείτισσα, δεν τον ρώτησαν «τι της ζητάς» ή «τι μιλάς μ' αυτήν». Αυτή όμως, καθως τους είδε, παράτησε τη στάμνα της κι έτρεξε στη χώρα, λέγοντας σ' όποιον απαντούσε: — Ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως αυτός είναι ο Χριστός;

Οι Σαμαρείτες, σαν άκουσαν τα λόγια της γυναίκας, βγήκαν ευθύς να δουν τον προφήτη.

Τους είδαν οι μαθητές που ήρχουνταν, και βίαζαν τον Ιησού να φάγει, γιατί η ώρα ήταν κερασμένη. Μα ο Ιησούς είχε δει τους Σαμαρείτες που κατάφθαναν.

— Εγώ έχω φαγητό να φάγω, που εσείς δεν το γνωρίζετε, τους είπε.

Κλειστοί ακόμα στην έννοια των λόγων του, οι μαθητές δεν κατάλαβαν και ο ένας ρωτούσε τον άλλο:

— Μήπως του έφερε κανείς φαγί;

Τους άκουσε ο Ιησούς, και τους εξήγησε τα λόγια του:

— Τροφή δική μου είναι, να κάνω το θέλημα εκείνου που μ' έστειλε, και να τελειώσω το έργο του.

Βιαστικοί προχωρούσαν οι Σαμαρείτες, να δουν εκείνον που είχε πει της γυναίκας τα μυστικά της. Γυρνώντας στους μαθητές του, τους έδειξε ο Ιησούς λέγοντας:

— Εσείς δε λέτε πως σε τέσσερις μήνες μόνο θα είναι το θέρισμα; Εγώ σας λέγω, σηκώσετε τα μάτια σας και δείτε τα χωράφια που ασπρίζουν, έτοιμα πια για θέρισμα.

Χαρούμενος κοίταξε τους κατοίκους της Σιχάρ, του κατάφθαναν τα λόγια που είχε πει της γυναίκας είχαν καρποφορήσει κιόλα, το έδαφος ήταν κατάλληλο να δεχτεί την ανώτερη διδασκαλία του. Πρόσχαρα, είπε στους μαθητές του, δείχνοντας πάλι τα πλήθη, που γοργά κατάφθαναν ν' ακούσουν το κήρυγμά του:

— Και ο θεριστής λαβαίνει κιόλα το μισθό του, και συνάζει καρπούς στην αιώνια ζωή κι έτσι, μαζί θα χαρεί κι εκείνος που σπέρνει κι εκείνος που θερίζει.

Και αναφέροντας τη γνωστή στους Εβραίους παροιμία, πως άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος που θερίζει, δηλ. πως εκείνος που σπέρνει κάνει τον κόπο, και ο θεριστής απολαμβάνει τους καρπούς, είπε:

— Σας έστειλα εσάς να θερίσετε εκείνα που δεν εκοπιάσατε να σπείρετε· άλλοι κοπίασαν, πρόσθεσε προφητεύοντας τη ζωή του την κατατρεγμένη, τη γεμάτη δουλειά και κόπους, και τον μαρτυρικό θάνατο του. Και σεις θ' απολαύσετε τ' αποτελέσματα του κόπου τους.

Και μίλησε ο Ιησούς στους Σαμαρείτες που μαζεύθηκαν γύρω του, και άκουσαν αυτοί τα λόγια του, που πήγαζαν από την αγάπη του την απέραντη για την ανθρωπότητα, τα λόγια του, που ήταν τόσο διαφορετικά από τα στενόψυχα κηρύγματα των διαβασμένων της Ιουδαίας, και πολλοί πίστεψαν και τον προσκύνησαν. Μαγεμένοι από τη διδαχή του, κατακτημένοι, τον παρακάλεσαν να μείνει ολίγο στη χώρα τους, ανάμεσά τους.

Ο Ιησούς δέχθηκε το κάλεσμά τους, και πήγε μαζί τους στη Σιχάρ, όπου έμεινε δυο μέρες διδάσκοντας, και πολλοί τον αναγνώρισαν πως ήταν ο Μεσσίας που περίμεναν. — Τώρα, δεν πιστεύομε πια επειδή μας τα είπες, έλεγαν της γυναίκας που πρώτη είχε αναγγείλει πως είδε τον Χριστό, αλλά γιατί εμείς οι ίδιοι τον ακούσαμε, και ξέρομε πως αυτός είναι αλήθεια ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός.