Στέφανος (Σίμος Μενάρδος)/Καράβι γαλαζόπλωρο με τον πολύν Θησέα, Βακχυλίδη

Από Βικιθήκη
Διθύραμβος XVI : Μίνως και Θησεύς, μετάφραση: Καράβι γαλοζόπλωρο, με τον πολύν Θησέα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Σίμος Μενάρδος
Στέφανος (Σίμος Μενάρδος)
Διθύραμβος XVI : Μίνως και Θησεύς, Βακχυλίδη, μετάφραση από τον Διθύραμβο XVI : Μίνως και Θησεύς, «Στέφανος», Εκλογαί αρχαίων ποιημάτων / κατά μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου, 1924, Σίμος Μενάρδος



Καράβι γαλοζόπλωρο
με τον πολύν Θησέα
και δυό φορές επτά παιδιά
Κρητικό σκίζει πέλαγος
και στα πανιά τα ωραία
στέλλει η Αθηνά πρύμο βοριά.
Μα την καρδιά του Μίνωος
οι πόθοι την κεντούσαν,
της Αφροδίτης τα κακά,
και τάνυσε το χέρι του
σε μιά μαυροματούσαν
κι έπιασε μάγουλα λευκά
κι εφώναξε η Ερίβοια
του Κέκροπος το εγγόνι
που εφόρει θώρακα γιερό
είδ' ο Θησέας το βλέμμα του
γυρίζει και στυλώνει
κάτω απ' τα φρύδια φλογερό.
Κι έγγιξε το φιλότιμο
κι η λύπη την καρδιά του
και "Του Διός - είπε - γιέ,
σκοπό δεν έχει τίμιο
πιά μες στο νού σου κάτου
το βαρύ χέρι σου, αρχηγέ!
Η Μοίρα ό,τι μας έγραψε
κι η Δίκη ό,τι έχει βάλει
θεϊκό για μας στη ζυγαριά,
την τύχη θα πληρώσομε
σαν έρθει μα σύ πάλι
τη γνώμη βάστα τη βαριά.
Γιατί αν εσέ του Φοίνικος
η θυγατέρ' αγόρι
στην Ίδα σ' έκαμε του Διός
κι εμέν' απο θεό γέννησε
του Τροιζηνίου η κόρη
του Ποσειδώνος είμαι γιός!
Της μάνας μου την έδωσαν
Νεράιδες κυματούσες
στη γέννα σκέπασμα λαμπρό
θα'ταν καλά, πολέμαρχε
της Κρήτης, να κρατούσες
τον τρόπο τούτο τον χοντρό.
Γιατί αν πειράξεις άβουλα
κανένα εσύ κοράσι,
δεν θέλω πιά να διώ το φως
Στην δύναμη θα δείξομε
προτού ποιός θα περάσει,
τ' ακόλουθ' ας τα κρίνει ο θεός!"
Τοσά'πεν ο περήφανος
κι εθαύμασαν οι ξένοι
τα θάρρη του τα ζηλευτά.
Μά κι ο γαμπρός εχόλιασε
του Ήλιου βουλή υφαίνει
πρωτάκουστη και λέγει αυτά:
"Πατέρα παντοδύναμε,
Κρονίδη άκου μεγάλε
παιδί σου αν μ' έχεις ποτέ'πεί,
σημάδι καλογνώριστον
απο τα ουράνια βγάλε
τώρα πυρόμαλλη αστραπή.
Εί δε και σένα γέννησε
η Τροιζηνία αλήθεια
του Ποσειδώνος γνήσιο γιό,
αυτό το δαχτυλίδι μου
τ' ολόχρυσο απ' τα βύθια
της θάλασσας φέρ' το να διώ!
Άφοβα στου πατέρα σου
μες στα βασίλεια βούτα
το σώμα. Και τώρα κοντά
θα μάθεις αν τα λόγια μου
κι εμέν' ακούσει τούτα
ο βασιλιάς όπου βροντά".
Άκουσ' ο παντοδύναμος
την άμετρην ευκή του
κι άφθαστη χάρισε τιμή
του αγαπημένου Μίνω του,
για να δούν, το παιδί του,
άστραψε κιόλα στη στιγμή.
Το θαύμα ως είδε ο πάντολμος,
που πρόσμενε μ' ελπίδα,
τα χέρια υψώνει να ευχηθεί
και λέει, "Θησέα, το μήνυμα
του Διός είδες το πήδα
στο νερό τώρα το βαθύ.
Κι ο κρατερός πατέρας σου
σ' όλα της γης τα μάκρη
θα κάμει πως να δοξαστείς".
Είπε μ' αυτού δε λύγισε
το θάρρος του στην άκρη
εστάθηκε της κουπαστής,
και να στο κύμα, π' άνοιξε
για να τον περιλάβει.
Κι ο γιός εσάστισε του Διός
και διάταξε προσάνεμο
να μείνει το καράβι.
Μα η μοίρα τα'φερεν αλλιώς.
Και το καράβι αρμένιζε
με το βοριά την αύρα
και της Αθήνας τα παιδιά
πώς πήδησε στη θάλασσα
δάκρυα εχύναν μαύρα
και κλαίαν την τύχη την βαριά.
Μα τον Θησέα συνόδευαν
δελφίνια στου πατρός του
στων θεών ήρθε την αυλή
κι εκεί άμα τες ηλιόμορφες
Νεράιδες είδ' εμπρός του
πρώτα φοβήθηκε πολύ.
Από τ' αφράτα μέλη των
ελάμπαν οι κοπέλες
καθώς το σέλας της φωτιάς
και στα μαλλιά των έπαιζαν
χρυσόπλοκες κορδέλες
κι εχόρευαν όλες με μιάς.
Είδε και του πατέρα του
στο ξωτικό το σπίτι
την σύζυγο την τρυφερή
και με τ' αβρά τα χέρια της
η δέσποιν' Αμφιτρίτη
οξιά πορφύρα του φορεί.
Και στη σγουρή την κόμη του
ρόδινο βάζει στέμμα
που'χε απ' του γάμου το πρωί
της Αφροδίτης χάρισμα
ποτέ δεν είναι ψέμα
ό,τι θελήσουν οι θεοί!
Νά! πλάγι στο λεπτόπρυμνο
καράβι τώρα εφάνη
πως έσκασε το Κρητικό,
απο τη θάλασσ' άβρεκτος
ως ήρθε με στεφάνι!
Τί θαύμα σ' όλους, τί κακό!
Και να σου κι οι πεντάμορφες
παρθένες οι Νεράιδες
μ' άλλη χαρά μες στην ψυχή
εχόρευαν κι ανάκραζαν
"έ τώρα, Μίνω, τα είδες;"
και τώρα η θάλασσ' αντηχεί.
Κι απο κοντά μελώδησαν
κι οι νιές κι οι νέοι εκείνοι
με τη φωνή τους την ψιλή.
Και τους χορούς μας, Δήλιε,
για δες με καλοσύνη
και τύχη δώσε μας καλή!