Αισώπου Μύθοι/Ρόδον και αμάραντον

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ῥόδον καὶ ἀμάραντον


Ῥόδῳ παραφυὲν ἀμάραντον ἔφη· «Οἷον ἄνθος εὐπρεπὲς εἶ, καὶ ποθητὸν καὶ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις· μακαρίζω σε τοῦ κάλλους καὶ τῆς εὐωδίας.» Τὸ δὲ εἶπεν· «Ἐγὼ μέν, ὦ ἀμάραντον, πρὸς ὀλίγον καιρὸν ζῶ, καί, κἂν μηδεὶς ἐκκόψῃ με, τήκομαι· σὺ δὲ ἀνθεῖς καὶ ζῇς ἀεὶ οὕτω νέον.»

Ὅτι κρεῖσσον ὀλιγαρκούμενόν τινα διαμένειν ἢ πρὸς ὀλίγον τρυφήσαντα μεταβολῆς δυστυχοῦς τυχεῖν ἢ καὶ ἀποθανεῖν.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ένα αμάραντο φύτρωσε δίπλα σε ένα τριαντάφυλλο, κ του έλεγε: "τί μεγαλοπρεπές κ ωραίο άνθος που είσαι! Σε ποθούν κ οι θεοί κ οι άνθρωποι. Σε μακαρίζω για την ομορφιάσου κ για την ευωδιά σου! Το τριαντάφυλλο απάντησε: εγώ είμαι ζωντανό για λίγο μόνο καιρό, ακόμη κι άν κανείς δέν με κόψει, μέσα σε μερικές μέρες μαραίνομαι. Ενώ εσύ είσαι παντοτινά νέο".