Αισώπου Μύθοι/Ποιμήν και θάλασσα

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ποιμὴν καὶ θάλασσα


Ποιμὴν ἐν παραθαλασσίῳ τόπῳ ποίμνιον νέμων, ἑωρακὼς γαληνιῶσαν τὴν θάλατταν, ἐπεθύμησε πλεῦσαι πρὸς ἐμπορίαν. Ἀπεμπολήσας οὖν τὰ πρόβατα καὶ φοινίκων βαλάνους πριάμενος ἀνήχθη. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς κινδυνευούσης βαπτίζεσθαι, πάντα τὸν φόρτον ἐκβαλὼν εἰς τὴν θάλατταν, μόλις κενῇ τῇ νηῒ διεσώθη. Μετὰ δ’ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας παριόντος τινὸς καὶ τῆς θαλάττης (ἔτυχε γὰρ αὕτη γαληνιῶσα) τὴν ἠρεμίαν θαυμάζοντος, ὑπολαβὼν οὗτος εἶπεν· «Ὦ λῷστε, φοινίκων αὖθις, ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμεῖ, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται ἡσυχάζουσα.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνεται.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ένας βοσκός έβοσκε τα κοπάδια του κοντά στη θάλασσα, κ σεριανώντας τη θάλασσα πόσο γαλήνια είναι, σκέφθηκε: "Τι κάθομαι κ βόσκω ζώα, μίζερη ζωή! Άν επενδύσω κ εμπορευθώ, θα γίνω πλούσιος". Πούλησε λοιπόν το κοπάδιτου κ νοίκιασε ένα εμπορικό καΐκι, αγόρασε χουρμάδες κ ανοίχτηκε στη θάλασσα να πάει να τους πουλήσει κ να αποκτήσει μεγάλο κέρδος. Αλλά, τον έπιασε ένα μεγάλο μπουρίνι, αναγκάσθηκε να ρίξει όλους τους χουρμάδες στη θάλασσα κ μετα βίας κατάφερε να βγεί στη στεριά με άδειο καράβι.Έτσι, επέστρεψε στον τόποτου. Κάποτε ήρθε ένας γνωστός του κ κουβεντιάζοντας μαζί του έλεγε: "γιά κοίτα τί όμορφη που είναι η θάλασσα, πώς λαμπυρίζει τόσο ωραία, τόσο γαλήνια κάτω απο τον ήλιο!". Κ ο βοσκός απάντησε "ναί, φίλε μου, χουρμάδες γυρεύει πάλι, γι' αυτό την βλέπεις τόσο γαλήνια".