Αισώπου Μύθοι/Ιξευτής και ασπίς

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἰξευτὴς καὶ ἀσπίς


Ἰξευτὴς ἀναλαβὼν ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν ἐπ’ ἄγραν. Θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην, ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη. Καὶ δὴ συνάψας εἰς μῆκος τοὺς καλάμους ἀτενὲς ἔβλεπεν, ὅλος ὢν πρὸς τῷ ἀέρι τὸν νοῦν. Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας· ἥτις ἐπιστραφεῖσα δῆξιν εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν. Ὁ δὲ λιποψυχῶν ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἄθλιος ἔγωγε, ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον.»

Οὕτως οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλὰς ῥάπτοντες φθάνουσιν αὐτοὶ συμφοραῖς περιπίπτοντες.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ένας κυνηγός πουλίων πήρε τα καλάμια του και τον ιξό του και πήγε στο δάσος να πιάσει πουλιά. Είδε μια τσίχλα να κάθεται σε ένα ψηλό κλαδί, και τότε ένωσε τα καλάμια του το ένα μετά το άλλο ωστε να φτιάξει ένα κοντάρι του κατάλληλου ύψους με το οποίο έφερε κοντά στην τσίχλα ένα δίχτυ πασαλειμμένο με ιξό. Έφερε τον ιξό κοντά στην τσίχλα και περίμενε την τσίχλα να πάει να κολλήσει εκεί· καθώς είχε το νου του ψηλά στην τσίχλα, δεν είδε ότι κατα λάθος πάτησε ένα φίδι που κοιμόταν. Το φίδι ταράχτηκε και τον δάγκωσε. Ο κυνηγός αβοήθητος μέσα στο δάσος, πέθαινε λέγοντας: «Αλίμονό μου! προπαθώντας να πιάσω θήραμα, έγινα θήραμα ο ίδιος.»