Αισώπου Μύθοι/Αλιεύς ύδωρ τύπτων

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἁλιεὺς ὕδωρ τύπτων


Ἁλιεὺς ἔν τινι ποταμῷ ἡλίευε. Καὶ δὴ κατατείνας τὰ δίκτυα, ὡς ἐμπεριέλαβεν ἑκατέρωθεν τὸ ῥεῦμα, προσδήσας κάλῳ λινῷ λίθον, ἔτυπτε τὸ ὕδωρ, ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀπροφυλάκτως τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι. Τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον οἰκούντων τις θεασάμενος αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἐμέμφετο ἐπὶ τῷ τὸν ποταμὸν θολοῦν καὶ μὴ ἐᾶν αὐτοὺς διαυγὲς ὕδωρ πίνειν. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἀλλ’ ἐὰν μὴ οὕτως ὁ ποταμὸς ταράσσηται, ἐμὲ δεήσει λιμώττοντα ἀποθανεῖν.»

Οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζονται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιαγάγωσιν.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Κάποιος ψάρευε σε ένα ποτάμι· έστησε ένα δίχτυ από τη μια όχθη του ποταμού μέχρι την άλλη, ώστε να μην έχουν τα ψάρια διέξοδο, και από μια μεριά χτυπούσε το νερό με μια πέτρα: είχε την πέτρα δεμένη με ένα λινό σχοινί και έτσι όταν την έρρινε στο νερό την ξανατραβούσε για να την ξαναρίξει, και έτσι χτυπούσε επανειλημμένα το νερό για να τρομάζουν τα ψάρια κ να ορμούν να πέφτουν στο στημένο δίχτυ. Οι άνθρωποι που έμεναν κοντά σε εκείνο το μέρος του παραπονέθηκαν ότι χαλάει το ποτάμι και θολώνει το νερό από το οποίο πίνουν. Ο ψαράς απάντησε: «Μα, έτσι βγάζω το ψωμί μου, αν δεν ταράζω με αυτόν τον τρόπο τον ποταμό, θα πεινάσω.»