Αισώπου Μύθοι/Αίλουρος και μύες

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Αἴλουρος καὶ μύες


Ἔν τινι οἰκίᾳ πολλοὶ μύες ἦσαν. Αἴλουρος δὲ τοῦτο γνοὺς ἧκεν ἐνταῦθα καὶ συλλαμβάνων ἕνα ἕκαστον κατήσθιεν. Οἱ δὲ μύες συνεχῶς ἀναλισκόμενοι κατὰ τῶν ὀπῶν ἔδυνον, καὶ ὁ αἴλουρος μηκέτι αὐτῶν ἐφικνεῖσθαι δυνάμενος, δεῖν ἔγνω δι’ ἐπινοίας αὐτοὺς ἐκκαλεῖσθαι. Διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν. Τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας, ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν, εἶπεν· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, σοί γε, κἂν θῦλαξ γένῃ, οὐ προσελεύσομαι.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων, ὅταν τῆς ἐνίων μοχθηρίας πειραθῶσιν, οὐκέτι αὐτῶν ταῖς ὑποκρίσεσιν [οὗτοι] ἐξαπατῶνται.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Σε ένα σπίτι είχε πολλά ποντίκια. Ήρθε εκεί ένας γάτος, τους άρπαζε έναν έναν και τους έτρωγε. Τα ποντίκια άρχισαν να προσέχουν πολύ, στον παραμικρό κίνδυνο κρύβονταν στις τρύπες τους· και ο γάτος δεν μπορούσε πια να τα πιάνει. Σκέφτηκε λοιπόν ένα κόλπο: κρεμάστηκε από έναν πάσσαλο και προσποιούνταν τον πεθαμένο, για να τον πλησιάσουν τα ποντίκια και να τα αρπάξει. Τότε ένα ποντίκι από μακριά του φώναξε: "ε, γάτε, εσύ και τσουβάλι να γίνεις, δεν σε πλησιάζω!"