Αισώπου Μύθοι/Ίππος και στρατιώτης

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἵππος καὶ στρατιώτης


Ἵππον τὸν ἑαυτοῦ στρατιώτης, ἕως μὲν καιρὸς τοῦ πολέμου ἦν, ἐκρίθιζεν, ἔχων συνεργὸν ἐν ταῖς ἀνάγκαις. Ὅτε δὲ ὁ πόλεμος κατέπαυσεν, εἰς δουλείας τινὰς καὶ φόρτους βαρεῖς ὁ ἵππος ὑπούργει, ἀχύρῳ μόνῳ τρεφόμενος. Ὡς δὲ πάλιν πόλεμος ἠκούσθη καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφώνει, τὸν ἵππον χαλινώσας ὁ δεσπότης καὶ αὐτὸς καθοπλισθεὶς ἐπέβη. Ὁ δὲ συνεχῶς κατέπιπτε μηδὲν ἰσχύων· ἔφη δὲ τῷ δεσπότῃ· «Ἄπελθε μετὰ τῶν πεζῶν [τῶν] ὁπλιτῶν ἄρτι· σὺ γὰρ ἀφ’ ἵππου εἰς ὄνον με μετεποίησας, καὶ πῶς πάλιν ἐξ ὄνου ἵππον θέλεις ἔχειν;»

Ὅτι ἐν καιρῷ ἀδείας καὶ ἀνέσεως τῶν συμφορῶν οὐ δεῖ ἐπιλανθάνεσθαι.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ένας πολεμιστής το άλογο του όσο ήταν καιρός πολέμου το καλοτάιζε με κριθάρι και το φρόντιζε με αγάπη, αφού ήταν ο μεγάλος βοηθός του στον πόλεμο. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος έβαλε το άλογο σε βαρειές και άχαρες δουλειές, ταΐζοντάς το μόνο άχυρα. Αργότερα κηρύχθηκε νέος πόλεμος. Ξανάβαλε το χαλινάρι ο πολεμιστής στο άλογο, το καβάλλησε, οπλισμένος και ο ίδιος και πήγε στον πόλεμο. Τώρα όμως το άλογο δεν τα κατάφερνε όπως πρώτα, βάρυνε, δεν μπορούσε να τρέξει και συνεχώς έπεφτε κάτω. Ο πολεμιστής γκρίνιαζε: «Τι έχει πάθει το άλογό μου, όλο με ρίχνει κάτω, πώς να πολεμήσω με αυτό;» Το άλογο απάντησε: «Πήγαινε να πολεμάς μαζί με τους πεζούς στο εξής. Διότι, από άλογο που ήμουν, εσύ με έχεις κάνει γαϊδούρι. Τώρα ζητάς να γίνω άλογο ξανά; Δεν γίνεται.»